Έχει σημασία τι ώρα τρώμε το φαγητό μας; Πείραμα σε ανθρώπους απέδειξε τη μεγάλη διαφορά

Πόση διαφορά μπορεί να κάνει η ώρα που τρώμε τα γεύματά μας μέσα στην ημέρα; Μια νέα μελέτη εξέτασε συνέκρινε ανθρώπους που έτρωγαν τις ίδιες τροφές, ως προς την ποσότητα και την ποιότητα, αλλά σε διαφορετικές ώρες της ημέρας.

«Έχει σημασία η ώρα που τρώμε, όταν όλα τα υπόλοιπα διατηρούνται σταθερά;» αναρωτήθηκε η επικεφαλής ερευνήτρια Nina Vujović, που εργάζεται στο τμήμα ύπνου και κιρκάδιων διαταραχών στο Νοσοκομείο Brigham της Βοστώνης.

Η απάντηση ήταν ναι – το να τρώτε πιο αργά μέσα στην ημέρα διπλασιάζει τις πιθανότητες να πεινάτε περισσότερο, σύμφωνα με τη μελέτη που δημοσιεύθηκε την Τρίτη στο περιοδικό Cell Metabolism.

«Διαπιστώσαμε ότι το να τρώμε τέσσερις ώρες αργότερα κάνει σημαντική διαφορά για τα επίπεδα πείνας που νιώθουμε, τον τρόπο που καίμε θερμίδες μετά το φαγητό και τον τρόπο που αποθηκεύουμε λίπος», εξήγησε η Vujović.

«Συνολικά, αυτές οι αλλαγές μπορούν να εξηγήσουν γιατί η καθυστερημένη κατανάλωση φαγητού συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο παχυσαρκίας που αναφέρθηκε από άλλες μελέτες και να παράσχουν μια νέα εικόνα για τους υποκείμενους, βιολογικούς μηχανισμούς».

Η μελέτη ενισχύει την θεωρία πως ο κιρκάδιος ρυθμός, ο οποίος επηρεάζει βασικές φυσιολογικές λειτουργίες όπως η θερμοκρασία του σώματος και ο ρυθμός της καρδιάς, συνδέεται επίσης με τον τρόπο με τον οποίο το σώμα μας απορροφά τις θερμίδες, δήλωσαν οι ερευνητές.

Η μελέτη δείχνει ότι το να τρώει κανείς πιο αργά, «εντείνει το αίσθημα της πείνας, επηρεάζει τις ορμόνες και επίσης αλλάζει την έκφραση των γονιδίων – ιδίως στον μεταβολισμό του λίπους – με την τάση για λιγότερη διάσπαση του λίπους και περισσότερη εναπόθεση λίπους», είπε ο δρ. Bhanu Prakash Kolla, καθηγητής ψυχιατρικής και ψυχολογίας στο Κολέγιο Ιατρικής της Κλινικής Mayo και σύμβουλος του Ιατρικού Κέντρου Ύπνου και του Τμήματος Μελέτης Εθισμού.

Αν και προηγούμενες μελέτες έχουν συνδέσει την συνήθεια του να τρώει κανείς αργά με την αύξηση του σωματικού βάρους, αυτή η μελέτη δεν μέτρησε την απώλεια βάρους και κατέδειξε σχέσεις αιτίας – αιτιατού, παρατήρησε ο Kolla, ο οποίος δεν συμμετείχε στη μελέτη. Επιπλέον, η έρευνα έδειξε ότι η παράλειψη του πρωινού συνδέεται με την παχυσαρκία, όπως είπε.

Αυτό είναι ένα αποτέλεσμα που πρέπει να εξεταστεί για αυτή τη μελέτη», πρότεινε ο Kolla.

Αυστηρός έλεγχος

Η μελέτη μπορεί να ήταν μικρή – διεξήχθη σε 16 υπέρβαρα ή παχύσαρκα άτομα – αλλά ήταν προσεκτικά σχεδιασμένη για να εξαλειφθούν άλλες πιθανές αιτίες αύξησης του σωματικού βάρους, όπως τονίζουν οι συγγραφείς.

«Αν και έχουν γίνει και άλλες μελέτες που διερευνούν γιατί το καθυστερημένο φαγητό συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο παχυσαρκίας, αυτή ίσως είναι η πιο καλά ελεγχόμενη, συμπεριλαμβανομένου του αυστηρού ελέγχου της ποσότητας, της σύνθεσης και του χρόνου των γευμάτων, της σωματικής δραστηριότητας, του ύπνου, της θερμοκρασίας του δωματίου και της έκθεσης στο φως», δήλωσε ο επικεφαλής συγγραφέας Frank Scheer, διευθυντής του Ιατρικού Προγράμματος Χρονοβιολογίας στο Τμήμα Ύπνου και Κυκλικών Διαταραχών του Brigham.

Όλοι οι συμμετέχοντες ήταν καλά στην υγεία τους, χωρίς ιστορικό διαβήτη, δεν εργάζονταν σε δουλειά με εναλλασσόμενες βάρδιες που μπορεί να επηρεάσουν τον κιρκάδιο ρυθμό, και είχαν τακτική σωματική δραστηριότητα. Όλοι όσοι συμμετείχαν στη μελέτη τήρησαν ένα αυστηρό πρόγραμμα ύπνου/αφύπνισης για περίπου τρεις εβδομάδες και τους παραδίδονταν έτοιμα γεύματα σε σταθερές ώρες, ακόμα και τρεις ημέρες πριν από την έναρξη του πειράματος.

Στη συνέχεια, οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν τυχαία σε δύο ομάδες. Επί έξι ημέρες, η μία ομάδα έτρωγε γεύματα με ελεγχόμενες θερμίδες στις 8 π.μ., και το μεσημέρι στις 4 μ.μ., ενώ η άλλη ομάδα έτρωγε τα ίδια γεύματα τέσσερις ώρες αργότερα, το μεσημέρι στις 4 μ.μ. και το δεύτερο νωρίς το βράδυ, στις 8 μ.μ. Εκτιμήσεις για το αίσθημα της πείνας και την όρεξη έγιναν 18 φορές για τον κάθε συμμετέχοντα, ενώ οι εξετάσεις για το σωματικό λίπος, τη θερμοκρασία και τις καύσεις λίπους καταγράφηκαν σε τρεις διαφορετικές ημέρες.

Μετά από ένα διάλειμμα μερικών εβδομάδων, οι ίδιοι συμμετέχοντες αντέστρεψαν τη διαδικασία – όσοι είχαν φάει νωρίτερα μεταφέρθηκαν στην ομάδα που έτρωγε αργά και το αντίστροφο.

Περισσότερη πείνα, λιγότερη καύση λίπους

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το αίσθημα πείνας διογκώθηκε για όσους ακολουθούσαν νυχτερινή διατροφή. Τα άτομα που έτρωγαν αργότερα μέσα στην ημέρα ανέφεραν επίσης επιθυμία για αμυλούχα και αλμυρά τρόφιμα, κρέας και, σε μικρότερο βαθμό, επιθυμία για γαλακτοκομικά τρόφιμα και λαχανικά.

Εξετάζοντας τα αποτελέσματα των εξετάσεων αίματος, οι ερευνητές μπόρεσαν να διαπιστώσουν το γιατί: Τα επίπεδα της λεπτίνης, μιας ορμόνης που μας «υπαγορεύει» πότε αισθανόμαστε χορτάτοι, ήταν μειωμένα σε όσους έτρωγαν αργά, συγκριτικά με όσους έτρωγαν νωρίτερα. Στο γκρουπ των «αργοπορημένων», τα επίπεδα της ορμόνης γκρελίνης, η οποία αυξάνει την όρεξή μας, αυξήθηκαν.

«Το νέο δεδομένο στα αποτελέσματά είναι ότι το καθυστερημένο φαγητό προκαλεί αύξηση της αναλογίας γκρελίνης-λεπτίνης σε ολόκληρο τον 24ωρο κύκλο είτε κοιμόμαστε είτε είμαστε ξύπνιοι», δήλωσε ο Scheer. Στην πραγματικότητα, η μελέτη διαπίστωσε ότι ο λόγος της γκρελίνης προς τη λεπτίνη αυξήθηκε κατά 34% όταν τα γεύματα καταναλώνονταν αργότερα μέσα στην ημέρα.

«Αυτές οι αλλαγές στις ορμόνες που ρυθμίζουν την όρεξη συμπίπτουν με την ένταση του αισθήματος της πείνας και της όρεξης όταν τρώμε πιο αργά», εξήγησε ο Scheer.

Όταν οι συμμετέχοντες έτρωγαν αργότερα μέσα στην ημέρα, έκαιγαν επίσης τις θερμίδες με βραδύτερο ρυθμό από ό,τι όταν έτρωγαν σε προγενέστερες ώρες. Οι εξετάσεις του σωματικού τους λίπους διαπίστωσαν αλλαγές στα γονίδια που επηρέαζαν τον τρόπο με τον οποίο καίγεται ή αποθηκεύεται το λίπος.

«Αυτές οι αλλαγές στη γονιδιακή έκφραση ενισχύουν την ανάπτυξη του λιπώδους ιστού με το σχηματισμό περισσότερων λιποκυττάρων, καθώς και με την αυξημένη αποθήκευση λίπους», πρόσθεσε ο Scheer.

Με πληροφορίες από CNN