«Το πρόβλημα δεν είναι ο Πολάκης, αλλά ο “Πολακισμός”», ανέφερε απευθυνόμενος στον Αλέξη Τσίπρα ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ορίζοντας τον «Πολακισμό» ως ένα «μείγμα ειρωνείας, αλαζονείας, ψευτομαγκιάς και ψεμάτων». Πάει καιρός από το συμβάν αυτό. Ηταν Νοέμβριος του 2020 και η αντιπαράθεση αφορούσε «πόσες ΜΕΘ είναι διαθέσιμες στο νοσοκομείο Σωτηρία».Εχει ενδιαφέρον να ανατρέξει κανείς στο πρόσφατο παρελθόν, για να διαπιστώσει, αν μη τι άλλο, την αποδομητική ταχύτητα του πολιτικού χρόνου. Οχι γιατί συγκρούσεις δεν υπήρχαν και δεν θα συνεχίσουν να υπάρχουν, ούτε γιατί η «γλώσσα» γίνεται πιο τραχιά, ανεπεξέργαστη και αγοραία. Το κατ’ εξαίρεσιν, απειλών, ύβρεων, χαρακτηρισμών, άλλων πολιτικών χρόνων, εγκαθίσταται πλέον ως κανόνας. Λέτε η ενόχληση να είναι αισθητική ή σεμνότυφη; Να μας απασχολεί το δίλημμα του «σαλονιού ή του λιμανιού» ούτως ή άλλως παρωχημένο, εκτός πραγματικότητας; Ή να προτιμάμε τα ελαφριά αφεψήματα από τη βαριά ρακή; Παρόμοια ερωτήματα δεν αποφορτίζουν την ατμόσφαιρα.Ο «πολακισμός» (χωρίς κεφαλαίο Π) απέχει πλέον πολύ από το να είναι «μείγμα ειρωνείας, αλαζονείας, ψευτομαγκιάς και ψεμάτων». Ηταν η light εκδοχή του. Από την εμφάνισή του έως σήμερα ο νέος(;) αυτός «-ισμός» έχει αλλάξει τη συνταγή προσθέτοντας ανυπόφορα καρυκεύματα σε μια διαρκή αλληλεπίδραση με το κοινό του.Η τάση αυτή έχει πολλούς ακολούθους, όχι πάντα με τη μορφή «ανώνυμων» followers. Είναι και επώνυμοι που συναγωνίζονται στη δημιουργία εντυπώσεων και απλώνονται σε όλο το πολιτικό φάσμα. Διότι, για να αντεπεξέλθει κάποιος στην αγριότητα της επικάιρότητας και της δημοσιότητας, οφείλει να παριστάνει ότι δεν προσέχει καθόλου τις εκφράσεις του γιατί τον διακατέχει δίκαιη οργή για τα όσα συμβαίνουν στην «άλλη» πλευρά. Οπότε το απύλωτο στόμα, προφορικώς ή γραπτώς, έχει πέραση. Τουλάχιστον απασχολεί, είτε έχει περισσότερους χειροκροτητές είτε έχει περισσότερους κατακριτές.Κάπου εδώ, όμως, επέρχεται το τέλος των επιχειρημάτων. Δηλαδή, το τέλος των λέξεων, όπως τις ξέρουμε, τουλάχιστον, ή τις αναζητάμε. Το τέλος των χαρακτηρισμών, από εξάντληση όχι της γλώσσας (ευτυχώς είναι ανεξάντλητη) αλλά της επικοινωνίας. Υστερα έρχονται τα μουγκανητά, μετά τα σπάμε, μετά πλακωνόμαστε και στη συνέχεια η νοσηρότητα του Διαδικτύου διαμορφώνει τη νέα τάξη πραγμάτων. Αυτήν που δεν έχει ιδεολογικό πρόσημο, δεξιό ή αριστερό. Μόνο λεκτικό φασισμό, απ’ όπου και αν προέρχεται.
(Σχόλιο της Μαρίας Κατσουνάκη στην “Καθημερινή” 19/2/2022)