Λίγες μέρες πριν στο Twitter ο σπουδαίος ρώσος σκακιστής και αντιφρονούντας Γκάρι Κασπάροφ, έγραφε ότι πριν από δέκα χρόνια είχε υπολογιστεί ότι η ρωσική κοινωνία χρειαζόταν περίπου έξι εβδομάδες ελεύθερης ενημέρωσης για να απαλλαγεί από τον Πούτιν.
Σήμερα το απαιτούμενο χρονικό διάστημα είναι μεγαλύτερο, καθώς έχουμε φτάσει στο σημείο όπου οι άνθρωποι δεν πιστεύουν πια στα ίδια τους τα μάτια. Τέτοια είναι η δύναμη της ελευθερίας του τύπου και για αυτό πάντοτε οι δικτάτορες φροντίζουν να είναι η πρώτη ελευθερία που καταργούν.
Αναγνωρίζοντας την τεράστια δύναμη του τύπου και της πληροφορίας, η Ρωσία του Πούτιν επιδίδεται εδώ και χρόνια σε ανελέητο πόλεμο παραπληροφόρησης εναντίον της Δύσης. Στις ΗΠΑ, στη Βρετανία, αλλά και σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ρωσία έστησε ένα πυκνό δίκτυο προπαγάνδας που αποτελείται από επίσημα μέσα, όπως το RT και το Sputnik, φίλα προσκείμενα – και ενδεχομένως συγχρηματοδοτούμενα από το Κρεμλίνο – εγχώρια μέσα, πρόθυμους – και συνήθως χρηματοδοτούμενους – πολλαπλασιαστές (δημοσιογράφους, πολιτικούς, μέχρι και ίνφλουενσερς) και στρατιές από τρολ.
Από τις αθέμιτες παρεμβάσεις για την επιρροή των αποτελεσμάτων σε κρίσιμες εκλογές και δημοψηφίσματα μέχρι την ενεργή προώθηση κάθε είδους παρανοϊκής θεωρίας συνωμοσίας, η προπαγανδιστική στρατηγική του Πούτιν και των επιτελών του είχε έναν ξεκάθαρο στόχο:
Να διαβρώσει όσο γίνεται περισσότερο το κεφάλαιο εμπιστοσύνης στις δυτικές φιλελεύθερες δημοκρατίες, πολώνοντας όσο γίνεται περισσότερο τον δημόσιο διάλογο, και ακυρώνοντας κάθε προοπτική αναζήτησης ενός κοινού τόπου που υπερβαίνει κομματικές και ιδεολογικές περιχαρακώσεις.
Ιδιαίτερα αυτές τις εβδομάδες της κρίσης και της επακόλουθης ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, έγινε σαφές τι ακριβώς είχε κατά του το Κρεμλίνο όλα αυτά τα χρόνια.
Σήμερα, δίπλα στην επίσημη προπαγάνδα, βλέπουμε πλέον και τα δευτερογενή αποτελέσματά της: τους πολίτες εκείνους που πλέον δυσπιστούν έναντι όλων, που έχουν κλειστά τα αυτιά τους στα γεγονότα, τα δεδομένα και τα επιχειρήματα, που απορρίπτουν εξίσου κάθε πηγή πληροφόρησης ανεξαιρέτως, βάζοντας το Sputnik στο ίδιο καζάνι με την Washington Post, και στην καλύτερη περίπτωση ζητούν «όλοι να κάνουν ένα βήμα πίσω» και να «επικρατήσει η λογική» καθώς «κάθε πλευρά έχει τα δίκια της». Όμως άλλο πράγμα ο εισβολέας, άλλο ο αμυνόμενος.
Η διάβρωση της δημόσιας σφαίρας στη Δύση υπήρξε τα τελευταία χρόνια συστηματική: πολωθήκαμε άνευ προηγουμένου, είδαμε τον ιδεολογικό αντίπαλο ως εχθρό, κλειστήκαμε σε τοξικές αίθουσες ηχούς, συχνά χειροκροτήσαμε τις πιο ακραίες φωνές ενθαρρύνοντάς τις να πάνε ακόμη παραπέρα.
Σήμερα, η πραγματικότητα χτυπάει το καμπανάκι. Η παγκόσμια ειρήνη και μαζί της η φιλελεύθερη δημοκρατία κινδυνεύουν: πρωτίστως από τα αυταρχικά καθεστώτα που βλέπουν την ελευθερία και τον πλουραλισμό ως αδυναμία, και δευτερευόντως από τους απανταχού διακινητές της προπαγάνδας τους.
Απέναντι σε αυτή την πρόκληση, η απάντηση της Δύσης πρέπει να είναι αποφασιστική και να επιβεβαιώσει για μια ακόμη φορά στην πράξη τις αρχές και τις αξίες που θέλουμε να συνεχίσουν να αποτελούν τα θεμέλια των πολιτικών μας κοινωνιών.
Η αποκάλυψη της προπαγάνδας και των τακτικών της και το ξεσκέπασμα όσων δήθεν «αντικειμενικά» εξυπηρετούν τα συμφέροντα των απολυταρχών αμειβόμενοι από αυτούς για τις υπηρεσίες τους, η εξάρθρωση των δικτύων διανομής μαύρου και παράνομου προπαγανδιστικού χρήματος είναι το πρώτο αναγκαίο βήμα.
Πάνω από όλα όμως, ιδιαίτερα σήμερα, είναι κρίσιμο να αναδειχθεί στη Δύση ένα ευρύ και αποφασιστικό μέτωπο για την υπεράσπιση της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Αυτή είναι η κρισιμότερη μάχη που έχει να δώσει η γενιά μας. Και στη μάχη αυτή, πέρα από τις επιμέρους ιδεολογικές μας διαφορές, όσοι πιστεύουμε στην αξία της ελευθερίας και της δημοκρατίας, οφείλουμε να συστρατευτούμε.
*Ο Αλέξανδρος Σκούρας είναι πρόεδρος του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών.