Συνήθως εμφανίζονται σε μορφές ημιτελείς, με εσωτερικά χάσματα, αντιφάσεις, και αμφισημίες. Αυτό παύει να ισχύει σε περιόδους έντονης κρίσης, όταν οι διάσπαρτες γνώμες περιορίζονται και απορροφώνται από μερικούς κυρίαρχους λόγους, οι οποίοι συγκροτούν αντίπαλα στρατόπεδα τα οποία αντιμάχονται στη δημόσια σφαίρα για τον ορισμό της κρίσης προτάσσοντας, ως εκ τούτου, και τον τρόπο για την επίλυσή της.
Το είδαμε να συμβαίνει στην περίοδο της ελληνικής κρίσης όταν «αντι-μνημονιακοί» και «φιλο-ευρωπαϊστές» πρότειναν δύο εκ διαμέτρου διαφορετικούς ορισμούς της κρίσης («το προκάλεσαν οι ξένοι και η ντόπια ολιγαρχία» έναντι «το προκαλέσαμε οι ίδιοι στον εαυτό μας»), και ως απόρροια αυτών των ορισμών, πρότειναν δύο διαμετρικά διαφορετικούς δρόμους επίλυσής της.
Η ουκρανική κρίση εμπίπτει σε αυτό το πρότυπο: δύο στρατόπεδα, ας τα ονομάσουμε το φιλο-ουκρανικό και το φιλο-ρωσικό, αντιμάχονται για τον ορισμό της κρίσης, δηλαδή τον αυτουργό του πολέμου, τον επιτιθέμενο και τον αμυνόμενο, και ως εκ τούτου, τη μεριά που αξίζει την αρωγή και τη βοήθειά μας, υλική και συμβολική. Η ρωσική πλευρά, και όσοι συντάσσονται με αυτήν, υποστηρίζει ότι ένα φιλοναζιστικό πολιτικό σύστημα, ενός ψευδο-έθνους – της Ουκρανίας – καταπιέζει τη Ρωσική μειονότητα και συνωμοτεί με το ΝΑΤΟ για τον στραγγαλισμό της Ρωσίας.
Η Ουκρανία, από την άλλη μεριά, υποστηρίζει ότι δέχεται απρόκλητη επίθεση από μία αυταρχική υπερδύναμη που έχει ως στόχο την εξάλειψη του ίδιου του έθνους-κράτους της Ουκρανίας και των ίδιων των Ουκρανών. Καθώς όμως ούτε αποδεικτικά στοιχεία υπάρχουν ότι η Ρωσική μειονότητα υφίσταται γενοκτονία, ούτε γίνεται αποδεκτή μία κλιμάκωση της ανεξαρτησίας των κρατών κατά το δοκούν, είναι προφανές ότι ένας κατ’ αρχήν ουδέτερος, αλλά ενημερωμένος, παρατηρητής θα συνταχθεί με την Ουκρανία ως αμυνόμενη που υφίσταται την ωμή δύναμη του τραμπούκου της γειτονιάς της – δεν έχουν όλα τα αντίπαλα αφηγήματα την ίδια λογική αξία. Αυτή είναι η «φυσιολογική» στάση που υιοθετεί η συντριπτική πλειοψηφία της διεθνούς κοινής γνώμης (εκεί τουλάχιστον που επιτρέπεται η ελεύθερη έκφραση γνώμης).
Αυτήν όμως την ηθική ανάγνωση της κατάστασης την αμφισβητεί ένα κομμάτι της ελληνικής γνώμης που είτε άμεσα («είμαι με τον Πούτιν») είτε έμμεσα («είμαι με την ειρήνη») συντάσσονται ουσιαστικά με τον τραμπούκο. Ποια είναι η λογική αυτής της στάσης; Έχοντας ως σημείο αναφοράς την πρόσφατη έρευνα της Κάπα Research περί του πολέμου στην Ουκρανία, και συνδέοντάς τη με άλλες έρευνες περί ελληνικών νοοτροπιών, μπορούμε να διατυπώσουμε τα εξής περί του θέματος:
Υπάρχουν δύο βασικοί πόλοι υποστήριξης της Ρωσίας. Ο πρώτος πόλος, που συγκεντρώνει το 20% της ελληνικής κοινής γνώμης και συγκεντρώνει άτομα δεξιάς πολιτικής ταυτότητας, έχει ως πυρήνα του έναν λόγο που αφορά στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του Πούτιν: Ισχυρός ηγέτης, αμείλικτος πολέμαρχος, πατρική φιγούρα, προστάτης του λαού του, αφοσιωμένος στο μεγαλείο της Ρωσίας, χαρισματικός ηγέτης, κλπ. Γύρω από αυτόν τον πυρήνα, περιφερειακά, απλώνονται κάποιοι συγκεκριμένοι λόγοι που νομιμοποιούν αυτή τη «λατρεία του ηγέτη»: η Ορθόδοξη αντι-ορθολογική/μυστικιστική θρησκευτικότητα (ιδιαίτερα έντονη στη Ρωσική θεολογία που δεν μπολιάστηκε ποτέ από την πλατωνική κοσμοθέαση), θεωρίες συνομωσίας σκοτεινών Δυτικών κέντρων που ελέγχουν τον παγκοσμιοποιημένο κόσμο, αντι-αμερικανισμός επικεντρωμένος στην κυπριακή προδοσία, «γεωπολιτικές» προφητείες περί ξανθού γένους, κ.ο.κ.
Ο δεύτερος πόλος, ευρύτερος απ’ τον πρώτον (30%-40%), αλλά λιγότερο συμπαγής, έχει στον πυρήνα του, όχι κάποια αυταρχική προσωπικότητα, αλλά τον ίδιο τον «ηρωικό Λαό» που αγνός και ευκολόπιστος, όπως είναι, πάντοτε θυσιάζεται για τα υψηλά ιδανικά, αλλά και πάντοτε προδίδεται από τις δυτικές, ιμπεριαλιστικές, δυνάμεις. Αυτό το ακροατήριο, που συγκεντρώνει άτομα αριστερής πολιτικής ταυτότητας, απεχθάνεται την ίδια τη Δύση και ό,τι κακό αυτή αντιπροσωπεύει στα δικά τους μάτια.
Ο δυτικός καπιταλισμός, ιμπεριαλισμός, αποικιοκρατία, ρατσισμός, είναι, σε διάφορους βαθμούς και μίγματα, το μεγάλο Κακό πάνω στον πλανήτη – σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε να σχετικοποιεί το κακό, όπως η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η αυταρχική διακυβέρνηση, που προκαλούν άλλοι πολιτισμοί, οι οποίοι εμφανίζονται ως ανταγωνιστές και εχθροί της Δύσης: οι ισλαμιστές φονταμενταλιστές, η Κίνα, και η Ρωσία. Στην Ελλάδα, βέβαια, αυτός ο αντι-δυτικισμός συνδέεται και εντείνεται από το μεγάλο αριστερό τραύμα της ήττας του εμφυλίου, τραύμα το οποίο προφανώς δεν έχει επουλωθεί παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της Δεξιάς να ζητήσει συγγνώμη από την ελληνική Αριστερά για τη νίκη της (βλ. «τιμούμε τους αγώνες της Αριστεράς»).
Κοινό χαρακτηριστικό των δύο αυτών πόλων είναι η προτίμησή τους για «κλειστές» ερμηνείες του κόσμου και ως εκ τούτου η ευρύτερη αντιπάθεια για νοοτροπίες που αποδέχονται πολλαπλές και εναλλακτικές ερμηνείες για την ανθρώπινη κατάσταση. Αντίθετα από αυτήν τη «φιλελεύθερη-διαλλακτική» προοπτική, και οι δύο αντι-φιλελεύθεροι πόλοι, προκρίνουν απλοποιητικές και μανιχαϊστικές κοσμοθεάσεις αγκυρωμένες σε προεπιλογές προτίμησης εχθρών της φιλελεύθερης Δύσης τύπου «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου» – ακόμη κι όταν οι πολιτικοί θεσμοί της Ρωσίας του Πούτιν είναι εκ διαμέτρου αντίθετες με τα πολιτικά προτάγματα της Αριστεράς.
Κοινωνιολογικά, οι δύο αυτοί πόλοι αποτελούν έκφραση κοινωνικών στρωμάτων τα οποία αν και είναι κοινωνικο-οικονομικά πλήρως ενσωματωμένα στο ελληνικό σύστημα, είναι πολιτικώς περιθωριοποιημένα – δηλαδή αδυνατούν να συγκροτήσουν και να εφαρμόσουν πολιτικά προγράμματα σύμφωνα με τις αρχές και τα οράματά τους, με αυτή την αίσθηση αδυναμίας να τα οδηγεί όχι σε επανεξέταση των προβληματικών οραμάτων τους, αλλά σε έντονα συναισθήματα φιλεκδικίας, μνησικακίας, και εν τέλει εκδικητικότητας απέναντι του βέβηλου «συστήματος», της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, της Δύσης, κλπ.
Σε κάθε περίπτωση, ο ελληνικός αντιδυτικισμός, συγκροτημένος τόσο γύρω από το θρησκευτικό πρότυπο του αυταρχικού, «ελέω Θεού», ηγεμόνα, όσο και γύρω από το τραυματικό παρελθόν της ελληνικής Αριστεράς, δεν πρόκειται να καταλαγιάσει, ή, πολύ περισσότερο, να εξαφανισθεί. Αγκυρωμένος πάνω στον ελληνικό προνεωτερικό «κοινοτισμό», ο αντιδυτικισμός αυτός πάντοτε θα αμφισβητεί κεντρικούς θεσμικούς και συμβολικούς προσανατολισμούς της χώρας.
*Ο Μανούσος Μαραγκουδάκης είναι Καθηγητής Συγκριτικής Κοινωνιολογίας του Πολιτισμού, Πρόεδρος του Τμήματος Κοινωνιολογίας, Καθηγητής Συγκριτικής Κοινωνιολογίας του Πολιτισμού και Διευθυντής του Διεθνούς Θερινού Σχολείου Cultural Trauma