Το δυναμικό comeback της Ελλάδας στην επιχείρηση εξόρυξης υδρογονανθράκων πρόκειται να ανακοινώσει μέσα στις επόμενες ημέρες η κυβέρνηση. Η στρατηγική απόφαση της Ευρώπης για ταχεία απεξάρτηση το ταχύτερο δυνατόν από το ρωσικό φυσικό αέριο και η ανάγκη εξεύρεσης εναλλακτικών πηγών προμήθειας, μαζί με την εκτόξευση της τιμής του πετρελαίου στα 100 δολάρια που καθιστά ξανά βιώσιμες τις έρευνες για υδρογονάνθρακες, αναζωπυρώνουν το ενδιαφέρον για πιθανά κοιτάσματα στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με καλά πληροφορημένη πηγή, είναι ζήτημα χρόνου, ίσως και την επόμενη εβδομάδα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης να προβεί ο ίδιος σε σχετικές ανακοινώσεις, ανάβοντας το πράσινο φως για επανεκκίνηση του «βαλτωμένου» προγράμματος στις περιοχές δυτικά και νοτιοδυτικά της Κρήτης, όπως και στο Ιόνιο.
Στόχος, να ξεκινήσουν το συντομότερο δυνατό σεισμικές έρευνες, προκειμένου να αξιολογηθεί η δυναμικότητα των κοιτασμάτων και να αποφασιστεί αν είναι συμφέρουσα η αξιοποίηση τους. Αυτό πρακτικά μεταφράζεται σε ένα πρώτο πρόγραμμα κόστους πολλών δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ για σεισμικές έρευνες και ερευνητικές γεωτρήσεις, διάρκειας 2-3 ετών και με δεδομένο ότι η πλήρης αξιοποίηση υδρογονανθράκων, από τον εντοπισμό τους μέχρι την παραγωγή, απαιτεί γύρω στη 10ετία.
Πρόκειται για τρεις περιοχές – οι δύο της Κρήτης είναι 40 χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα, όση σχεδόν η έκταση της Πελοποννήσου – με βάσιμες ενδείξεις ότι μπορεί να φιλοξενούν αξιοποιήσιμα κοιτάσματα, που έχουν ήδη παραχωρηθεί στις πετρελαϊκές εταιρείες (Total-ExxonMobil- ΕΛΠΕ στην Κρήτη και ΕΛΠΕ στην Κρήτη), αλλά τα τελευταία χρόνια οι έρευνες είχαν οδηγηθεί σε επ’ αόριστον πάγωμα.
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, η κυβέρνηση συζητά τόσο με τους υφιστάμενους παραχωρησιούχους, όσο και με δυνητικούς νέους επενδυτές, ώστε σε περίπτωση που οι πρώτοι δεν ανταποκριθούν στις συμβατικές τους υποχρεώσεις, να αντικατασταθούν.
Η κατάσταση επαναξιολογείται, στα χέρια των ειδικών υπάρχουν ενθαρρυντικά στοιχεία για τη Δυτική Ελλάδα και τον Κυπαρισσιακό Κόλπο, ενώ η κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι τα ελληνικά κοιτάσματα, εκτός από ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας της χώρας, θα μπορούσαν υπό προϋποθέσεις να αποτελέσουν και μια νέα πηγή τροφοδοσίας της ευρωπαϊκής αγοράς.
Για όλους αυτούς τους λόγους προσανατολίζεται στη θέσπιση ενός πιο ευέλικτου νομικού πλαισίου που θα ενισχύει τις έρευνες και θα λειτουργεί ως ανάχωμα σε γραφειοκρατικά εμπόδια, τα οποία μέχρι σήμερα κάνουν τη ζωή δύσκολη όλων όσοι εμπλέκονται στο εγχείρημα, γεγονός που σε συνδυασμό με μια σειρά από διεθνείς συγκυρίες οδήγησε το ελληνικό πρόγραμμα στο απόλυτο «βάλτωμα».
Συνέβαλε σε αυτό, η ευρωπαϊκή στρατηγική για ταχεία απανθρακοποίηση, η βουτιά της τιμής του πετρελαίου στη διάρκεια της πανδημίας, αλλά και οι τοπικές αντιδράσεις (όπως αυτές στο Ιόνιο), αυξάνοντας τον βαθμό δυσκολίας ειδικά σε ανεξερεύνητες περιοχές, όπως οι ελληνικές όπου τα βάθη είναι μεγάλα.
Τον Ιανουάριο η μεν κοινοπραξία της Κρήτης φαίνεται να πήρε την απόφαση να μην προχωρήσει φέτος στη διενέργεια σεισμικών ερευνών, παρά τα όσα προβλέπονταν στη σύμβαση παραχώρησης με το ελληνικό Δημόσιο, ενώ αντίστοιχη εικόνα στασιμότητας επικρατεί και στο Ιόνιο.
Τα δεδομένα όμως έχουν αλλάξει. Η απόφαση της Ευρώπης να υποκαταστήσει το ταχύτερο το ρωσικό φυσικό αέριο, η εκτόξευση του ενεργειακού κόστους και η απόλυτη εξάρτηση της Ελλάδας, όπως και πολλών ευρωπαϊκών χωρών, από εισαγωγές, καθιστούν μονόδρομο την εξεύρεση εναλλακτικών πηγών.
Σε αυτό το πλαίσιο, το προηγούμενο διάστημα πραγματοποιήθηκε σύσκεψη υπό τον Κυρ. Μητσοτάκη και τους εμπλεκόμενους φορείς, όπου και δόθηκε η εντολή να επανεκκινήσουν οι διαδικασίες.
Έρευνες από τη Νορβηγία έως την Ολλανδία
Το κεφάλαιο υδρογονάνθρακες αρχίζει να θεωρείται προτεραιότητα για πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Η Νορβηγία έχει ανακοινώσει ότι προκηρύσσει νέο γύρο παραχωρήσεων σε άλλα εννέα θαλάσσια οικόπεδα στον Αρκτικό, η Δανία έχει δηλώσει ότι θα εκμεταλλεύεται μέχρι το 2050 τα δικά της πετρελαϊκά κοιτάσματα, ενώ η κυβέρνηση της Μεγάλης Βρετανίας προτίθεται να εξαντλήσει κάθε ποσότητα δικών της κοιτασμάτων, που είναι οικονομικά αξιοποιήσιμες.
Επίσης, η Ολλανδία συνεχίζει να εκμεταλλεύεται μέχρις εξαντλήσεως το μεγάλο κοίτασμα φυσικού αερίου Γκρόνιγκεν, ενώ η Ιταλία εξασφαλίζει τα νώτα της με τα λιβυκά κοιτάσματα μέσω του ενεργειακού κολοσσού ΕΝΙ.
Ενεργειακή αυτάρκεια
Στην Ελλάδα το σήμα ότι θα ξαναρχίσουν οι έρευνες για υδρογονάνθρακες έδωσε προ ημερών ο ίδιος ο πρωθυπουργός, στο διάγγελμά του για τα μέτρα κατά της ενεργειακής ακρίβειας. «Διεκδικούμε την ενεργειακή μας αυτάρκεια. Αυτό σημαίνει επενδύσεις σε Ανανεώσιμες Πηγές, ξεπερνώντας κάθε γραφειοκρατικό εμπόδιο. Ανάπτυξη ηλεκτρικών διασυνδέσεων με κράτη όπως η Αίγυπτος. Μετατροπή της πατρίδας μας σε πύλη εισόδου υγροποιημένου φυσικού αερίου. Προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας και αντικατάστασης των παλαιών συσκευών. Και, ασφαλώς, αξιοποίηση των εθνικών κοιτασμάτων φυσικού αερίου με οικονομικό ενδιαφέρον. Για το θέμα αυτό θα υπάρξουν σύντομα και νέες ανακοινώσεις», είχε αναφέρει χαρακτηριστικά.
Το άδοξο ιστορικό των ερευνών
Το ιστορικό της αξιοποίησης υδρογονανθράκων στην Ελλάδα ακολουθεί αντιστρόφως ανάλογη πορεία από εκείνο άλλων γειτονικών χωρών, όπως της Κύπρου και της Αιγύπτου, όπου το κοίτασμα Ζορ κατέστη δυνατό να αξιοποιηθεί μέσα σε μόλις 2,5 χρόνια από τότε που εντοπίστηκε. Έχουν ήδη περάσει επτά χρόνια από το 2014, οπότε και προκηρύχθηκαν 20 θαλάσσια οικόπεδα στην Ελλάδα και τα αποτελέσματα είναι από πενιχρά έως μηδενικά.
Στις πολύ κακές επιδόσεις συνέβαλε και το γεγονός ότι η Ελλάδα καθυστέρησε έναντι άλλων χωρών και όταν αποφάσισε να ανοίξει βηματισμό, η συγκυρία συνέπεσε με την απόφαση της ΕΕ να επιταχύνει την πορεία προς την πράσινη μετάβαση, βάζοντας τις έρευνες για εξορύξεις υδρογονανθράκων σε δεύτερη μοίρα. Πολλώ δε μάλλον, όταν η ελληνική αγορά είναι μια περιοχή, χωρίς διαπιστωμένα κοιτάσματα (πλην εκείνα του Πρίνου) και με μεγάλα θαλάσσια βάθη, δύο παράγοντες που αυξάνουν το ρίσκο της έρευνας για έναν επενδυτή. Καταλύτης και η περίοδος της πανδημίας όπου η κατακρήμνιση των τιμών στο πετρέλαιο – το μπρεντ είχε φτάσει στα 20 δολάρια το βαρέλι – οδήγησε τον πετρελαϊκό κλάδο διεθνώς να περιορίσει τις επενδυτικές του δαπάνες ιδιαίτερα στον τομέα της έρευνας και παραγωγής (E&P).
Τον Ιούλιο του 2021, η ισπανική Repsol ανακοίνωσε την αποχώρησή της από την ελληνική αγορά υδρογονανθράκων, εγκαταλείποντας και το τελευταίο μπλοκ στο οποίο είχε παρουσία στη χώρα μας, στην περιοχή του Ιονίου. Είχε προηγηθεί τον Ιανουάριο της ίδιας χρονιάς, η αποχώρηση του ισπανικού ομίλου από το χερσαίο μπλοκ της Αιτωλοακαρνανίας, ενώ ακολούθησε τον Μάρτιο η αποεπένδυση από το χερσαίο μπλοκ των Ιωαννίνων.
Στις αρχές του 2022, ήρθε η σειρά του σχήματος Total – ExxonMobil – ΕΛΠΕ. Επειτα από αλλεπάλληλες αναβολές, η κοινοπραξία ενημέρωσε την Ελληνική Διαχειριστική Εταιρεία Υδρογονανθράκων (ΕΔΕΥ) ότι δεν θα προχωρήσει ούτε φέτος σε σεισμικά, παρά τα όσα προέβλεπε η μεταξύ τους σύμβαση, οδηγώντας σε άδοξο τέλος τις έρευνες στις θάλασσες της Κρήτης. Η απόφαση έγινε γνωστή μέσα από το αναθεωρημένο workplan της κοινοπραξίας, το οποίο δεν προέβλεπε σεισμικές έρευνες ούτε για φέτος το χειμώνα. Δεδομένου ότι ο προβλεπόμενος συμβατικός χρόνος εντός του οποίου θα έπρεπε να έχουν ολοκληρωθεί τα σεισμικά, είναι ο Οκτώβριος του 2022, η απόφαση της κοινοπραξίας ερμηνεύτηκε ως ένα πρόωρο τέλος για τις έρευνες στην Κρήτη. Και αυτό, καθώς το διάστημα κατά οποίο διεξάγονται τα σεισμικά είναι από το Νοέμβριο μέχρι τον Απρίλιο κάθε έτους, προκειμένου να μη διαταράσσεται η αναπαραγωγή των θαλάσσιων θηλαστικών της περιοχής.