Για τον κίνδυνο μιας ενεργειακής κρίσης -ίσως χειρότερη από εκείνη του 1970- από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία προειδοποιούν αρμόδιοι αξιωματούχοι.
Ο κόσμος παλεύει με αδιανόητες αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας, από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο μέχρι τον άνθρακα, και κάποιοι φοβούνται ότι αυτή μπορεί να είναι μόνον η αρχή μιας άνευ προηγουμένου ενεργειακής κρίσης.
Πρώην και νυν αξιωματούχοι της ενέργειας μιλούν στο CNN για την ανησυχία τους ότι η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, μετά από χρόνια χαμηλών επενδύσεων στον ενεργειακό τομέα, θα οδηγήσει τον κόσμο σε μια κρίση που θα ανταγωνιστεί ή και θα ξεπεράσει τις πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του 1970 και των αρχών της δεκαετίας του 1980. Σε αντίθεση, όμως, με εκείνα τα περιστατικά, η παρούσα κατάσταση δεν περιορίζεται μόνο στο πετρέλαιο.
«Τώρα έχουμε κρίση πετρελαίου, κρίση φυσικού αερίου και κρίση ηλεκτρικής ενέργειας ταυτόχρονα. Αυτή η ενεργειακή κρίση είναι πολύ μεγαλύτερη από τις πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του ’70 και του ’80 και πιθανότατα θα διαρκέσει περισσότερο» δήλωσε ο Φατίχ Μπιρόλ, επικεφαλής της ομάδας παρακολούθησης του Διεθνούς Οργανισμού (IEA) Ενέργειας, στο «Der Spiegel», σε μια συνέντευξη που δημοσιεύθηκε αυτή την εβδομάδα.
Μέχρι στιγμής, η παγκόσμια οικονομία κατάφερε σε μεγάλο βαθμό να αντέξει τις αυξανόμενες τιμές ενέργειας. Όμως οι τιμές θα μπορούσαν να συνεχίσουν να αυξάνονται σε μη βιώσιμα επίπεδα, καθώς η Ευρώπη προσπαθεί να απογαλακτιστεί από το ρωσικό πετρέλαιο και, ενδεχομένως, το αέριο.
Οι ελλείψεις εφοδιασμού θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ορισμένες δύσκολες επιλογές στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένου του πλαφόν στην κατανάλωση.
Μια τέλεια καταιγίδα
Ο Τζο Μακ Μόνιγκλ, γενικός γραμματέας του Διεθνούς Ενεργειακού Φόρουμ, δήλωσε ότι συμφωνεί με την καταθλιπτική αυτή πρόβλεψη του IEA.
«Έχουμε ένα σοβαρό πρόβλημα σε όλο τον κόσμο, το οποίο νομίζω ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής μόλις αρχίζουν να αντιλαμβάνονται. Είναι μια τέλεια καταιγίδα» δήλωσε στο CNN ο Μακ Μόνιγκλ, η ομάδα του οποίου λειτουργεί ως ενδιάμεσος σταθμός για τα κράτη που παράγουν και καταναλώνουν ενέργεια.
Η έκταση αυτής της τέλειας καταιγίδας -υποεπενδύσεις, αυξημένη ζήτηση και διαταραχή στον εφοδιασμό εξαιτίας του πολέμου- θα έχει εκτεταμένες συνέπειες, απειλώντας δυνητικά την οικονομική ανάκαμψη από την πανδημία της COVID-19, επιδεινώνοντας τον πληθωρισμό, τροφοδοτώντας την κοινωνική αναταραχή και υπονομεύοντας τις προσπάθειες για την προστασία του πλανήτη από την υπερθέρμανση.
Ο Μπιρόλ προειδοποίησε για τα προβλήματα στον ανεφοδιασμό βενζίνης και ντίζελ, ειδικά στην Ευρώπη, καθώς και για το πλαφόν στο φυσικό αέριο τον επόμενο χειμώνα στην Ευρώπη.
«Είναι μια κρίση για την οποία ο κόσμος είναι απογοητευτικά απροετοίμαστος», δήλωσε ο Ρόμπερτ Μακ Νάλι, ο οποίος υπηρέτησε ως κορυφαίος σύμβουλος ενέργειας του Τζορτζ Μπους, πρώην προέδρου των ΗΠΑ.
Δεν είναι μόνον ότι οι τιμές της ενέργειας είναι πολύ υψηλές, αλλά ταυτόχρονα αμφισβητείται και η αξιοπιστία του ηλεκτρικού δικτύου εξαιτίας των ακραίων θερμοκρασιών και της έντονης ξηρασίας.
Η ρυθμιστική αρχή του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας των ΗΠΑ προειδοποίησε τον περασμένο μήνα ότι ορισμένες περιοχές της χώρας ενδέχεται να αντιμετωπίσουν ελλείψεις ηλεκτρικού ρεύματος, ακόμη και διακοπές ρεύματος αυτό το καλοκαίρι.
«Οι φόβοι μας για την ενεργειακή κρίση επιβεβαιώθηκαν»
Στα τέλη Μαρτίου, ο πρώην σύμβουλος ενέργειας του Ομπάμα, Τζέισον Μπόρντοφ, και η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, Μέγκαν Ο’ Σάλιβαν, έγραψαν ένα άρθρο στον Economist, προειδοποιώντας ότι ο κόσμος βρίσκεται στο κατώφλι «αυτού που μπορεί να γίνει η χειρότερη ενεργειακή κρίση από τη δεκαετία του 1970».
«Από τότε που το γράψαμε, οι φόβοι μας επιβεβαιώθηκαν», είπε στο CNN ο Μπόρντοφ, συνιδρυτής της Σχολής Κλίματος της Κολούμπια.
Φυσικά, υπάρχουν βασικές διαφορές μεταξύ τού σήμερα και της δεκαετίας του 1970. Οι τιμές δεν έχουν αυξηθεί τόσο πολύ όσο τότε και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δεν έχουν καταφύγει σε ακραία βήματα, όπως οι έλεγχοι των τιμών. «Αν καταφύγουμε σε ελέγχους τιμών και πλαφόν τιμών, τότε θα μπορούσαμε να έχουμε ελλείψεις», είπε ο Μακ Νάλι.
Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος, η Δύση προσπάθησε να αποφύγει να στοχεύσει άμεσα τις ενεργειακές προμήθειες της Ρωσίας, επειδή ήταν πολύ κρίσιμες για τις παγκόσμιες αγορές. Η Ρωσία δεν είναι απλώς ο μεγαλύτερος εξαγωγέας πετρελαίου στον κόσμο, αλλά και ο μεγαλύτερος εξαγωγέας φυσικού αερίου και σημαντικός προμηθευτής άνθρακα.
Αλλά καθώς η βαρβαρότητα του πολέμου προκάλεσε ανατριχίλα σε όλο τον κόσμο, αυτή η προσέγγιση δεν μπορούσε να συνεχιστεί, με τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες να απαγορεύουν τις εισαγωγές ρωσικής ενέργειας.
Η Ρωσία απάντησε στις δυτικές κυρώσεις περιορίζοντας ή ακόμα και σταματώντας την αποστολή φυσικού αερίου σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Αυτή την εβδομάδα, η Ευρωπαϊκή Ένωση ανακοίνωσε τα σχέδιά της για τη σταδιακή κατάργηση του 90% των εισαγωγών ρωσικού πετρελαίου μέχρι το τέλος του έτους. Αυτή η κίνηση έχει εγείρει το φάσμα περαιτέρω αντιποίνων από τη Ρωσία.
Αυτή η καταιγιστική κατάσταση έχει επιδεινώσει το έλλειμμα προμήθειας στις ενεργειακές αγορές, που ήταν ήδη σφιχτές. «Δεν έχουμε δει ακόμη πόσο άσχημη θα γίνει αυτή η ενεργειακή κρίση», είπε ο Μπόρντοφ.
Ήδη, κατά το περασμένο έτος, οι τιμές της βενζίνης στις ΗΠΑ αυξήθηκαν σε επίπεδα ρεκόρ, κατά 52%, εξοργίζοντας τον κόσμο και συμβάλλοντας στην πληθωριστική κρίση στη χώρα.
Οι τιμές για το φυσικό αέριο, ένα ζωτικής σημασίας καύσιμο για τη θέρμανση των σπιτιών και την τροφοδοσία του ηλεκτρικού δικτύου, έχουν σχεδόν τριπλασιαστεί τον περασμένο χρόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το ίδιο έχει συμβεί -και σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό- στην Ευρώπη, αν και βρίσκονται πολύ μακριά από τα χειρότερα επίπεδά τους.
«Ο Πούτιν μας έφερε πιο γρήγορα στην ενεργειακή κρίση»
Η παρούσα ενεργειακή αναταραχή δεν είναι απλώς το αποτέλεσμα του πολέμου στην Ουκρανία. Είναι επίσης το υποπροϊόν των περιορισμένων επενδύσεων σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο, που εξαντλούν τους πόρους καθώς απαιτούν τεράστια χρηματικά ποσά μόνο για να διατηρήσουν την παραγωγή τους, πόσω μάλλον για να την αυξήσουν.
Οι επενδύσεις στον τομέα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου ανήλθαν σε μόλις 341 δισεκατομμύρια δολάρια το 2021, 23% χαμηλότερα από το επίπεδο των 525 δισεκατομμυρίων δολαρίων πριν από την πανδημία και πολύ κάτω από την κορύφωση των 700 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2014, σύμφωνα με το IEF.
Αυτό το επενδυτικό έλλειμμα οφείλεται σε μια σειρά παραγόντων, συμπεριλαμβανομένης της ώθησης μεταξύ των επενδυτών και των κυβερνήσεων να επενδύσουν στην καθαρή ενέργεια, του αβέβαιου μέλλοντος των ορυκτών καυσίμων και των επί χρόνια αδύναμων και ασταθών τιμών του πετρελαίου.
«Λόγω της επιθυμίας να μειώσουμε τις εκπομπές άνθρακα, έχουμε πολύ λιγότερη όρεξη να επενδύσουμε σε υδρογονάνθρακες. Αυτό επιδεινώνει την αστάθεια των τιμών και καθιστά πιο δύσκολη την επίλυση του ζητήματος του ανεφοδιασμού» δήλωσε ο Φρανσίσκο Μπλαντς, επικεφαλής του τμήματος παγκόσμιων εμπορευμάτων της Τράπεζας της Αμερικής.
Η Ευρώπη αντιμετώπιζε ήδη από πέρυσι μια ενεργειακή κρίση και οι τιμές για το φυσικό αέριο, τον άνθρακα και το πετρέλαιο ήταν υψηλές πολύ πριν τα πρώτα ρωσικά τανκς πάρουν τον δρόμο προς την Ουκρανία.
«Σίγουρα οδεύαμε προς μια κρίση. Ο Πούτιν, απλώς, μας έφερε εκεί πιο γρήγορα και πιο απότομα», δήλωσε ο Μακ Νάλι.
Ελλείψεις και κλείσιμο μονάδων φυσικού αερίου
Η πετρελαϊκή κρίση του 1973 χαρακτηρίστηκε από πολύωρες ουρές στα βενζινάδικα, ελλείψεις καυσίμων και πανικό. Σήμερα, οι ειδικοί ανησυχούν και πάλι για τις ελλείψεις στα καύσιμα, αν και θεωρούν μεγαλύτερο τον κίνδυνο για την Ευρώπη από ό,τι για τις Ηνωμένες Πολιτείες.
«Οι ελλείψεις καυσίμων είναι ένα παγκόσμιο πρόβλημα. Θα το δείτε πολύ σύντομα, αν και ίσως όχι στις ΗΠΑ», δήλωσε ο Μπλαντς. Ο ίδιος πιστεύει ότι αυτός ο κίνδυνος είναι χαμηλότερος στις Ηνωμένες Πολιτείες, επειδή η χώρα παραμένει ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς πετρελαίου στον πλανήτη και είναι σημαντικός εξαγωγέας ενέργειας. Η Ευρώπη, από την άλλη πλευρά, εξαρτάται περισσότερο από ξένο πετρέλαιο και φυσικό αέριο -και ειδικά από τη Ρωσία.
Ο επικεφαλής του IEA προειδοποίησε για τη μείωση του φυσικού αερίου στην Ευρώπη, η οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη Ρωσία. Ο Μπλαντς σημείωσε ότι ήδη έχουν κλείσει εργοστάσια στην Ευρώπη εξαιτίας των υψηλών τιμών του φυσικού αερίου. «Η Ευρώπη βρίσκεται ήδη σε καθεστώς επιβολής πλαφόν στην κατανάλωση του φυσικού αερίου», υπογράμμισε.
Προσοχή: Μην εξισώνουν τις υψηλές τιμές ενέργειας με την ενεργειακή μετάβαση
Οι ειδικοί στον τομέα της ενέργειας δήλωσαν στο CNN ότι ανησυχούν ότι οι διαμορφωτές της παγκόσμιας πολιτικής δεν διαχειρίζονται σωστά την κλιματική κρίση, εστιάζοντας υπερβολικά στη μείωση των αποθεμάτων και όχι στη μείωση της όρεξης του κόσμου για ορυκτά καύσιμα. «Δεν κάνουμε αρκετά για να μειώσουμε τη ζήτηση υδρογονανθράκων σύμφωνα με τους κλιματικούς μας στόχους», είπε ο Μπόρντοφ.
Όταν εστιάζουμε μόνο στη μία πλευρά της εξίσωσης, κινδυνεύουμε όχι μόνο από εκρήξεις τιμών, αλλά και κοινωνική αναταραχή και αποστροφή του κοινού από τις δράσεις για το κλίμα.
«Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί εδώ, γιατί αν επιτρέψουμε στο κοινό να εξισώνει τις υψηλές τιμές ενέργειας με την ενεργειακή μετάβαση, είμαστε καταδικασμένοι. Ουσιαστικά, θα χάσουμε τη δημόσια υποστήριξη και πιθανόν μόνιμα», είπε ο Μακ Μόνιγκλ.
Ο Μακ Μόνιγκλ προέτρεψε τις κυβερνήσεις να στείλουν μηνύματα στους επενδυτές ότι όχι μόνο είναι αποδεκτό να συνεχίσουν να επενδύουν σε ορυκτά καύσιμα, αλλά είναι «απαραίτητο» για την παγκόσμια οικονομία και την πρόοδο στην ενεργειακή μετάβαση. Αλλά ακόμα κι αν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πείσουν τους επενδυτές να αυξήσουν τις επενδύσεις, αυτό θα πάρει αρκετό χρόνο για να οδηγήσει σε μεγαλύτερα αποθέματα.
Τι θα μπορούσε να τερματίσει την ενεργειακή κρίση
Φυσικά, κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα πώς ακριβώς θα εξελιχθούν όλα αυτά. Και θα μπορούσαν να υπάρξουν εκπλήξεις που θα διευκολύνουν την κρίση των αποθεμάτων. Για παράδειγμα, μια διπλωματική πρόοδος που τερματίζει τον πόλεμο στην Ουκρανία και επιτρέπει την άρση των κυρώσεων από τη Ρωσία θα μπορούσε να αλλάξει το παιχνίδι.
Ο Μπιρόλ είπε ότι άλλες εκπλήξεις που θα αμβλύνουν την ενεργειακή κρίση περιλαμβάνουν μια πυρηνική συμφωνία του Ιράν, μια βαθύτερη οικονομική επιβράδυνση στην Κίνα ή μια συμφωνία από τη Σαουδική Αραβία και άλλους παραγωγούς του ΟΠΕΚ για αύξηση της παραγωγής πετρελαίου.
Επανέλαβε, επίσης, ότι οι κυβερνήσεις είναι έτοιμες να απελευθερώσουν περαιτέρω πετρέλαιο από τα αποθέματα έκτακτης ανάγκης. Ωστόσο, ακόμη και η απελευθέρωση-ρεκόρ των αποθεμάτων έκτακτης ανάγκης από τις ΗΠΑ είχε απλώς ένα μέτριο και φευγαλέο αντίκτυπο στις τιμές της βενζίνης.
Τον Μάρτιο, ο IEA προέτρεψε τις κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο να εξετάσουν δραστικά μέτρα για τη μείωση της ζήτησης πετρελαίου, όπως μείωση των ορίων ταχύτητας στους αυτοκινητόδρομους, τηλεργασία έως και τρεις ημέρες την εβδομάδα, όπου είναι δυνατόν, και Κυριακές χωρίς αυτοκίνητα στις πόλεις.
Βεβαίως, υπάρχει τουλάχιστον άλλη μια εξέλιξη που εξετάζεται τον τελευταίο καιρό και θα μπορούσε να αμβλύνει την ενεργειακή κρίση: Μια οικονομική ύφεση, ή τουλάχιστον μια που θα είναι αρκετά βαθιά ώστε να προκαλέσει την κατάρρευση της ζήτησης.