Όταν αποχωρεί ένας γίγαντας η απουσία του ηχεί τόσο εκκωφαντικά όσο ο κραδασμός του αποτυπώματος του εν ζωή. Και σήμερα θρηνούμε τον θάνατο ενός γίγαντα της λογοτεχνίας που άφησε, όσο λίγοι, ένα ανεξίτηλο σημάδι στις σελίδες της ιστορίας.
Ο Milan Kundera άφησε την τελευταία του πνοή στις 12 Ιουλίου του 2023, σε ηλικία 94 ετών, στο αγαπημένο του σπίτι στο 5ο διαμέρισμα του Παρισιού, κληροδοτώντας μια ηχηρή παρακαταθήκη που τον καθιστά τον ίσως σημαντικότερο Ευρωπαίο συγγραφέα του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα.
O Kundera γεννήθηκε την Πρωταπριλιά του 1929 στο Μπρνο της Τσεχοσλοβακίας σε μια μεσοαστική οικογένεια.
Τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια σημαδεύτηκαν από τη σκιά της πολιτικής αναταραχής, με την άνοδο και την πτώση της ναζιστικής κατοχής και την επακόλουθη ασφυκτική λαβή της κομμουνιστικής κυριαρχίας στην Τσεχία, θεματικές που έμελλε να επιδράσουν διαμορφωτικά στην προσωπικότητα του και να διαποτίσουν το μετέπειτα συγγραφικό του έργο με ένα μοναδικό μείγμα ενδοσκόπησης και κοινωνικοπολιτικού σχολιασμού.
Ως νεαρός συγγραφέας, ο Kundera αντιμετώπισε μια βαθιά πρόκληση: πώς να κολυμπήσει στα σκοτεινά νερά του ολοκληρωτισμού διατηρώντας παράλληλα την ακεραιότητα του καλλιτεχνικού του οράματος.
Η πρώτη του μεγάλη στιγμή έρχεται το 1967 με τη δημοσίευση του μυθιστορήματος “Το Αστείο”, ενός βιβλίου που εξετάζει τις απάνθρωπες επιπτώσεις του σταλινικού ολοκληρωτισμού στο άτομο. Η βαθιά και ειλικρινής εξερεύνηση της πολιτικής καταπίεσης εμποτισμένη με τον, σήμα κατατεθέν, σαρκαστικό κυνισμό του, τον εισήγαγε σε ένα παγκόσμιο κοινό και έθεσε τα θεμέλια για την μετέπειτα πορεία του.
«Το παρελθόν είναι γεμάτο από ζωή, πρόθυμο να μας διεγείρει, να μας προσβάλλει, να μας βάλει στον πειρασμό να το καταστρέψουμε ή να το βελτιώσουμε. Ο μόνος λόγος που οι άνθρωποι θέλουν να είναι κυρίαρχοι του μέλλοντος είναι για να αλλάξουν το παρελθόν.»
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Αθανασία», Εκδ. Εστία, 1991
Το συγγραφικό ύφος του χαρακτηρίζεται από τη λυρική πρόζα, τις εσωστρεφείς αφηγήσεις και τη βαθιά εξερεύνηση της ανθρώπινης ψυχής. Αυτό που ξεχώρισε από νωρίς τον Kundera ήταν η ιδιαίτερη του ικανότητά να αποκρυσταλλώνει την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης εμπειρίας μέσα σε ένα κοινωνικοπολιτικό σύστημα που τείνει συνεχώς να την καταπιέσει.
Τα μυθιστορήματά του είναι ένα ταξίδι που διερευνά τη φευγαλέα υπόσταση του χρόνου, της μνήμης και της επιδίωξης της αιώνιας ζωής, συνθέτοντας ένα συναρπαστικό μωσαϊκό που αναζητά να ερμηνεύσει την ζωή μέσα από την λογοτεχνία και την λογοτεχνία μέσα από την ζωή.
Μέσα στο τεράστιο έργο του Kundera που απαρτίζεται από πάνω από 30 μυθιστορήματα, δοκίμια, θεατρικά και άλλα γραπτά, συναντάμε και μια αξιοσημείωτη τριλογία. Αποτελούμενη από τα έργα “Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης”, “Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι” και “Αθανασία”, η τριλογία αποτελεί μια βαθιά εξερεύνηση και αναζήτηση της ταυτότητας σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο.
Η πραγματικότητα αναμειγνύεται με την μυθοπλασία, την φιλοσοφία, την πολιτική και τις προσωπικές ιστορίες και ο Kundera εμβαθύνει σε θέματα μνήμης και λήθης, αναδεικνύοντας την αλληλεπίδραση μεταξύ ατομικών και συλλογικών αναμνήσεων.
Μέσα από διαπλεκόμενες αφηγήσεις και επαναλαμβανόμενα μοτίβα, αποκαλύπτει πώς οι προσωπικές και οι πολιτικές ιστορίες είναι συνυφασμένες και διαμορφώνουν την αντίληψή μας για το παρόν.
«Η βλακεία των ανθρώπων είναι ότι έχουν μια απάντηση για όλα. Η σοφία των μυθιστορημάτων είναι ότι έχουν μια ερώτηση για όλα.»
“Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι”, το δεύτερο μέρος της τριλογίας, αποτελεί για την πλειοψηφία το magnum opus του συγγραφέα.
Με φόντο τα ταραχώδη γεγονότα της Άνοιξης της Πράγας, το μυθιστόρημα διερευνά τις βαρύγδουπες επιλογές που αντιμετωπίζουμε στη ζωή και τις συνέπειες που τις συνοδεύουν. Μέσα από την οπτική γωνία τεσσάρων αλληλένδετων χαρακτήρων, ο Kundera καταπιάνεται με το αιώνιο δίλημμα της ελεύθερης βούλησης έναντι του ντετερμινισμού, διερωτώμενος αν τα γεγονότα της ζωής έχουν εγγενή σημασία ή αν είναι απλώς προϊόντα της τύχης.
«Το όνειρο είναι η απόδειξη, ότι το να φαντάζεται, το να ονειρεύεται αυτό που δεν έχει υπάρξει, είναι μια από τις βαθύτερες ανάγκες του ανθρώπου».
Η λογοτεχνική δεινότητα του Kundera τράβηξε και την προσοχή της κινηματογραφικής βιομηχανίας.
Αρκετά από τα μυθιστορήματά του διασκευάστηκαν σε ταινίες που έτυχαν μεγάλης αποδοχής από σκηνοθέτες όπως ο Philip Kaufman και ο Jean-Claude Carrière, μεταξύ άλλων. Μια διασκευή που ξεχωρίζει είναι η μεταφορά του Αστείου, σε σκηνοθεσία Jaromil Jireš.
Ο Jireš ζωντάνεψε επιδέξια την καυστική σάτιρα και τους αποχρωματισμένους χαρακτήρες του Kundera, και κατάφερε να χτυπήσει την χορδή της αλληλεπίδρασης μεταξύ των προσωπικών σχέσεων και του καταπιεστικού πολιτικού κλίματος.
Η πιο διάσημη κινηματογραφική μεταφορά παραμένει βέβαια η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι, σε σκηνοθεσία Phllip Kaufman και με πρωταγωνιστές τον Daniel Day-Lewis και την Juliette Binoche. Παρότι όμως, η ταινία του Kaufman αγαπήθηκε από κοινό και κριτικούς, ο ίδιος ο Kundera δεν έμεινε καθόλου ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα και δεν επέτρεψε ξανά την μεταφορά των γραπτών του στον κινηματογράφο.
«Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη.»
Παρά την επιτυχία του και τη διεθνή αναγνώριση, ο Kundera παρέμεινε μια αινιγματική φιγούρα. Γνωστός για τον απομονωμένο χαρακτήρα του και την απροθυμία του να δώσει συνεντεύξεις, προτιμούσε να αφήσει τα γραπτά του να μιλήσουν μόνα τους.
Μετά την πολιτική αναταραχή της Άνοιξης της Πράγας το 1968, αντιμετώπισε αντιδράσεις για τις φιλελεύθερες απόψεις του και την κριτική απεικόνιση του κομμουνιστικού καθεστώτος στα έργα του.
Η επακόλουθη καταστολή της Άνοιξης της Πράγας και η επιβολή του κομμουνιστικού καθεστώτος οδήγησαν τον Milan να αντιμετωπίσει λογοκρισία και περιθωριοποίηση. Λογικό επακόλουθο της αμφίδρομης αυτής εμπάθειας με την πατρίδα του ήταν η μετανάστευση του στην Γαλλία και το Παρίσι το 1975 όπου και διέμεινε μέχρι και τον θάνατο του.
Η θυελλώδης σχέση του με την γενέτειρα του θα φτάσει στο κρεσέντο της με την αφαίρεση της Τσεχικής ιθαγένειας του το 1979, την οποία θα περίμενε 40 χρόνια για να επανακτήσει.
Έφτασε σε τέτοιο επίπεδο αποστροφής για τις ρίζες του ώστε να ξεκινήσει να γράφει στα γαλλικά και να επιμελείται ο ίδιος των γαλλικών μεταφράσεων των μυθιστορημάτων του, προσδίδοντας τους αξία πρωτοτύπου και όχι μετάφρασης, ενώ μεγάλη μερίδα Τσέχων θεωρούσε για χρόνια προδοσία την αποχώρηση του.
Παρά τη φυσική απόσταση, το συγγραφικό έργο του Kundera συνέχισε να εξερευνά τις πολυπλοκότητες της πατρίδας του, προσφέροντας αιχμηρά κοινωνικά σχόλια και ενδοσκοπικούς προβληματισμούς για τον τσεχικό λαό και τις ιστορικές του εμπειρίες.
Ενώ η Τσεχική Δημοκρατία αναγνώρισε τη λογοτεχνική ιδιοφυΐα του Kundera τα τελευταία χρόνια, η σχέση του με την πατρίδα του παρέμεινε πάντα εμποτισμένη με τις αντιφάσεις και τις εντάσεις που προκύπτουν από την κριτική ενός συγγραφέα στην ίδια την κοινωνία που τον διαμόρφωσε.
«Tο μυθιστόρημα δεν μας διδάσκει άμεσα πώς να ζούμε. Μας διδάσκει να καταλαβαίνουμε».
Τα μυθιστορήματα του Kundera εμβάθυναν επίσης στη σφαίρα του ερωτισμού, εξερευνώντας την ταραχώδη αλληλεπίδραση μεταξύ της επιθυμίας, της οικειότητας και της δυναμικής της εξουσίας.
Η ωμή απεικόνιση της σεξουαλικότητας στο πλαίσιο των προσωπικών σχέσεων προσέδωσε ένα επιπλέον επίπεδο αντιπαράθεσης και ίντριγκας στα έργα του, προκαλώντας τα κοινωνικά πρότυπα και αναγκάζοντας τους αναγνώστες να αντιμετωπίσουν τις δικές τους προκαταλήψεις.
Ορισμένοι κριτικοί κατηγόρησαν τον Kundera ότι παρουσίαζε το γυναικείο φύλο κυρίως ως αντικείμενο επιθυμίας και σεξουαλικής κατάκτησης, ενισχύοντας τις πατριαρχικές δομές εξουσίας. Υποστήριξαν ότι οι ταυτότητες των γυναικείων χαρακτήρων του, συχνά καθορίζονταν μόνο από τις αλληλεπιδράσεις τους με τους αντρικούς, χωρίς να υπάρχει μια αυτοτελής ανάπτυξη τους.
Ωστόσο, οι υπερασπιστές του έργου του παρατηρούν ότι η απεικόνιση των γυναικών ήταν πολύπλοκη και διαφοροποιημένη, αντανακλώντας την ελαττωματική και περίπλοκη φύση των ανθρώπινων σχέσεων και φύλων εν γένει.
Ισχυρίστηκαν ότι οι γυναικείοι χαρακτήρες του, ενώ ήταν αναμιγμένοι σε πολύπλοκες δυναμικές εξουσίας, διέθεταν αυτόνομη ενεργητικότητα, ευφυΐα και βάθος.
Σε κάθε περίπτωση, ο αμφιλεγόμενος χαρακτήρας του Kundera όσον αφορά την απεικόνιση των γυναικών και η εξερεύνηση της πολυπλοκότητας της αγάπης και της επιθυμίας, προκάλεσε παθιασμένες συζητήσεις στους λογοτεχνικούς κύκλους και τροφοδότησε συζητήσεις σχετικά με την συνολική αναπαράσταση του φύλου στη λογοτεχνία.
«Ο άνθρωπος γερνάει, το τέλος πλησιάζει, κάθε στιγμή γίνεται όλο και πιο πολύτιμη, και δεν υπάρχει πια καιρός για χάσιμο με αναμνήσεις».
Η συμβολή του Kundera επεκτάθηκε πέρα από την απλή αφήγηση ιστοριών. Το έργο του προκάλεσε τους αναγνώστες να αντιμετωπίσουν τα δικά τους υπαρξιακά διλήμματα, να εμβαθύνουν στα ανθρώπινα συναισθήματα και να αμφισβητήσουν τις κοινωνικές δομές που διαμορφώνουν την καθημερινότητα.
Καθώς αποχαιρετούμε τον Milan Kundera, γιορτάζουμε και μια ζωή αφιερωμένη στην αναζήτηση της αλήθειας, της ομορφιάς και της πνευματικής ελευθερίας.
Ακόμα και αν παρά την αναγνώριση του αμφισβητήθηκε δριμεία από πατρίδα, αναγνώστες ή και σε περιπτώσεις κριτικούς, με την απουσία ενός βραβείου Νόμπελ από την συλλογή του, πέτυχε κάτι βαθιά ουσιαστικότερο• χάραξε μέσα από τα λόγια και την σκέψη του ένα βαθύ αποτύπωμα στις ζωές μας και αυτό είναι και η άσβεστη και αιώνια παρακαταθήκη του.
Καλό ταξίδι Milan, prince de la pensée.