Ο Αγγελής Γοβιός ή Γοβγίνας (1780 – 28 Μαρτίου 1822) ήταν οπλαρχηγός της Ελληνικής Επανάστασης, που διακρίθηκε για την αναδιοργάνωση του Αγώνα στην Εύβοια.
Γεννήθηκε το 1780 στην Λίμνη Ευβοίας. Το πραγματικό επίθετο του Αγγελή κατά την προφορική παράδοση ήταν Τζουτζάς ή Τζοτζάς, που υπάρχει και σήμερα στη Λίμνη. Το Γοβιός ήταν παρατσούκλι.
Παλιός κλέφτης και παλληκάρι, ο Γοβγίνας είχε αγνό χαρακτήρα και έντονη την αίσθηση του δικαίου. Γι’ αυτό και δεν ανεχόταν να βλέπει τους φτωχούς συμπατριώτες του να καταπιέζονται, όχι μόνο από τον Τούρκο δυνάστη, αλλά και από τους ισχυρούς κοτζαμπάσηδες της περιοχής. Γρήγορα ήλθε σε προστριβή μαζί τους και η παραμονή του στη Λίμνη κατέστη αδύνατη. Έτσι, το 1817, μαζί με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, τον Αθανάσιο Διάκο και πολλούς ακόμη πρωτεργάτες της Επανάστασης του 1821, κατέφυγε στην Αυλή του Αλή Πασά, θήτευσε στην φρουρά του και διδάχθηκε τις πολεμικές τέχνες στη στρατιωτική σχολή του θρυλικού Αλβανού ηγέτη της Ηπείρου.
Μετά την κήρυξη της Επανάστασης ακολούθησε τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και μαζί του πολέμησε στο Χάνι της Γραβιάς (8 Μαΐου 1821), όπου διακρίθηκε για τη γενναιότητα του και το θάρρος του.
Η αναδιοργάνωση του στρατοπέδου στα Βρυσάκια
Ο Αγγελής Γοβιός έφτασε στα Βρυσάκια το Μάιο του 1821 όπου κατόρθωσε να οργανώσει, μέσα σε ελάχιστο διάστημα, το στρατόπεδο και να μεταβάλει τους απειροπόλεμους Ευβοιώτες σε γενναίους και τολμηρούς στρατιώτες, οι οποίοι κέρδισαν την πρώτη μεγάλη νίκη τους το καλοκαίρι του 1821 στην ομώνυμη περιοχή των Μεσσαπίων -κοντά στα Ψαχνά Εύβοιας- απέναντι στον οργανωμένο στρατό του Ομέρ Βρυώνη. Στις 15 Ιουλίου o Ομέρ Βρυώνης, που είχε θέσει στόχο του, μετά την κατάληψη της Λιβαδειάς, να καταστείλει την Ευβοϊκή Επανάσταση για να εξασφαλίσει τις συγκοινωνίες και τον ανεφοδιασμό του, προκειμένου να προχωρήσει στην Αττική, κατευθύνθηκε στα Βρυσάκια, όπου ο Γοβιός με 300 άντρες έσπευσε να κρατήσει το μεγάλο φυσικό οχύρωμα της θέσης, ενώ οι έμπιστοί του Κώτσος και Μπαλαλάς τοποθετήθηκαν με τους άντρες τους στο ανατολικό και νότιο μέρος. Η προσωπικότητα και ο στρατηγικός νους του Γοβγίνα έδωσαν μια σπουδαία νίκη στους Έλληνες απέναντι στον πολυαριθμότερο στρατό του Ομέρ μετά από πεισματική μάχη 7 ωρών. Τρεις μέρες αργότερα ο πασάς εξεστράτευσε και πάλι, αλλά εφόσον ο Γοβγίνας με τους άντρες του είχε αποσυρθεί στον Άγιο περιορίστηκε να κάψει τις καλύβες των Ελλήνων στα Βρυσάκια και να επιστρέψει στη Χαλκίδα, από όπου αποφάσισε τελικά να φύγει, αφού το φρούριο της πόλης ήταν πολύ ισχυρό. Μόλις αναχώρησαν οι τουρκικές δυνάμεις ο Γοβγίνας έσπευσε να ανακαταλάβει τα Βρυσάκια.
Τα σχέδιά του να προχωρήσει εναντίον της Καρύστου και ο θάνατος του
Στις αρχές του 1822, όταν τελικά διαλύθηκε η πολιορκία στην Κάρυστο, έμεινε ο μοναδικός ηγέτης του αγώνα στο νησί. Σκοπός του ήταν να αποκλείσει πρώτα τους Τούρκους της Χαλκίδας και μετά να προχωρήσει εναντίον της Καρύστου. Έχοντας επίγνωση των δυσκολιών, κάλεσε σε ενίσχυση τους Ολύμπιους αγωνιστές που ήταν στις Σποράδες και άλλους οπλαρχηγούς, όπως ο αδελφός του Αναγνώστης Γοβγίνας. Η συγκέντρωση των αγωνιστών κανονίστηκε να γίνει στα Βρυσάκια στις 28 Μαρτίου, τη νύχτα. Χίλιοι Τούρκοι που αντιλήφθηκαν τη συνάντηση αυτή ξεκίνησαν από τη Χαλκίδα και κατέλαβαν τα Δυο Βουνά. Από κει απόσπασμα ιππέων κατευθύνθηκε προς τα Βρυσάκια. Ο Γοβγίνας μόλις αντιλήφθηκε τις κινήσεις των Τούρκων θέλησε να τους αντιμετωπίσει αμέσως, χωρίς να περιμένει να ξημερώσει. Κατά την καταδίωξη του τουρκικού αποσπάσματος έπεσε στην ενέδρα στα Δυο Βουνά και κυκλώθηκε από παντού. Στη συμπλοκή που ακολούθησε τραυματίστηκε σοβαρά από σφαίρα στην πλάτη και λίγη ώρα αργότερα εξέπνευσε, ενώ σκοτώθηκε και ο αδελφός του Αναγνώστης. Το μεγαλύτερο, όμως, μέρος των Ελλήνων στρατιωτών πρόλαβε και διασώθηκε.
Ο θάνατός του στέρησε την επανάσταση στην Εύβοια από ένα σημαντικό στέλεχος.
Το ακόλουθο δημοτικό τραγούδι που διασώζεται, δείχνει τη σημαντικότητα της απώλειας του Αγγελή Γοβιού για την επανάσταση στην Εύβοια.
Για σένα, μωρ’ Αγγελή, κλαίει το Γριπονήσι
που χάθηκες κατακαμπής με όλο το γιουρούσι.
Εσύ δεν επολέμαγες μες στης Γραβιάς το χάνι
μ’ οχτώ χιλιάδες Γκέκηδες και βγήκες παλικάρι;
Μα οι Μπαλαλαίοι τα σκυλιά σούφαγαν το κεφάλι.
Σε κλαίει ούλ’ η Ρούμελη τ’ ήσουνα παλικάρι.