Προσωπική σφραγίδα στον πολιτικό επαναπροσδιορισμό της παράταξης επιδιώκει ο Κυριάκος Μητσοτάκης – Από τις «συνθέσεις» του 2016 στο «σύνορο ενός νέου ιστορικού τόξου»
Η επιχείρηση διαμόρφωσης μιας «νέας ΝΔ» δεν ξεκίνησε με το διπλό εκλογικό αποτέλεσμα του Μαΐου και του Ιουνίου, που έφερε ανακατατάξεις συνολικά στο πολιτικό σκηνικό. Δεν ξεκίνησε ούτε με την πρώτη είσοδο του Κυριάκου Μητσοτάκη στο Μέγαρο Μαξίμου τον Ιούλιο του 2019.
Ο χρόνος πρέπει να γυρίσει επτά χρόνια πίσω, στο 2016, όταν ο ίδιος έπιανε τα ηνία της κεντροδεξιάς παράταξης, επενδύοντας έκτοτε σε ένα μοντέλο μετριοπάθειας και «τεχνοκρατισμού» καθώς και στο προσωπικό του φιλοευρωπαϊκό και μεταρρυθμιστικό πρόσημο. Μπορεί ο ίδιος να θέλει να λέει ότι οι διευρύνσεις δεν αφορούν πρόσωπα αλλά «ιδέες», όμως στην πραγματικότητα οι συμβολισμοί κομματικής διεύρυνσης που ουσιαστικά οδήγησαν τη ΝΔ σε τροχιά αλλαγής της βάσης της περνούν εδώ και μια επταετία από τρεις παράλληλους δρόμους.
Και ο ένας είναι οι άνθρωποι, δηλαδή μια σειρά από στελέχη που ο Μητσοτάκης έχει επιλέξει να βγάλει στην πρώτη γραμμή αρχικά στο κόμμα του (όπως ήταν ο κύκλος των προεδρικών συμβούλων στην κομματική έδρα στην Πειραιώς) και αργότερα στην κυβέρνηση. Οι άλλοι δύο δρόμοι είναι οι πολιτικές και το γαλάζιο «λεξικό», όπως αποτυπώθηκαν κυρίως στην τετραετία Ιουλίου 2019 – Μαΐου 2023 και στον τρόπο με τον οποίο εισήλθε η ΝΔ στη δεύτερη κυβερνητική θητεία της.
Το 2019 ως πρωτοεμφανιζόμενος Πρωθυπουργός στη ΔΕΘ ο Μητσοτάκης έκλεινε την ομιλία του με παραπομπές στον Ελευθέριο Βενιζέλο, ενώ στις προγραμματικές δηλώσεις του Ιουλίου του 2019 είχε μιλήσει για τον «φιλελεύθερο εκσυγχρονισμό». Την περασμένη εβδομάδα άνοιγε τη διαδικασία των προγραμματικών δηλώσεων με αναφορές από τον Ελευθέριο Βενιζέλο μέχρι τον Κώστα Σημίτη για να τοποθετήσει τη χώρα στο «σύνορο ενός ιστορικού τόξου» με «γέφυρα» τη δική του πρώτη κυβερνητική θητεία.
Είναι σαφές ότι επί προεδρίας Μητσοτάκη στη ΝΔ το πιο φιλελεύθερο κομμάτι ενισχύεται μεθοδικά στο πέρασμα των ετών σε μια σύνθεση με την παραδοσιακή Δεξιά και με σταθερό, στρατηγικό προσανατολισμό την κατοχύρωση της γαλάζιας κυριαρχίας στο Κέντρο. Στον (μεσαίο) χώρο «της λογικής και του μέτρου», κατά τη μητσοτακική ορολογία από το 2016.
Τα πρόσωπα.
Η σύνθεση της σημερινής κυβέρνησης λέει από μόνη της πολλά για τον στόχο του Μητσοτάκη να απευθύνεται στα δεξιά και στα αριστερά του πολιτικού φάσματος, με έναν εν εξελίξει πολιτικό επαναπροσδιορισμό του κόμματός του. Το αυστηρώς «νεοδημοκρατικό» κριτήριο δεν φαίνεται να υπήρξε στο μυαλό του όταν κούμπωνε πρόσωπα και ρόλους: επέμεινε σε ένα ισχυρό Μαξίμου, ενισχύοντας ακόμα περισσότερο τον κύκλο των εξ απορρήτων του καθώς θεώρησε ότι αυτή η επιτελικότητα απέδωσε.
Αξιοποίησε την κοινοβουλευτική ομάδα του, η οποία «άνοιξε» με πρόσωπα που ο ίδιος έφερε στη δημόσια σφαίρα – ως εξωκοινοβουλευτικούς – την προηγούμενη τετραετία, ενώ συνέχισε τα ανοίγματα στον κεντρώο χώρο, στους «τεχνοκράτες», στην τοπική αυτοδιοίκηση.
Ο Γιώργος Γεραπετρίτης, ο Ακης Σκέρτσος, ο Κυριάκος Πιερρακάκης και άλλοι «πρωτοκλασάτοι» οι οποίοι σηματοδότησαν την επιχείρηση διεύρυνσης της ΝΔ στη διάρκεια της πρώτης τετραετίας παρέμειναν με ρόλους – κλειδιά στο καινούργιο σχήμα. Ενισχυμένες αρμοδιότητες δόθηκαν σε στελέχη που η φωνή τους ακούγεται αποτελεσματικά σε πιο συντηρητικά ακροατήρια, για παράδειγμα ο αρμόδιος για τα κοινοβουλευτικά Μάκης Βορίδης, ενόσω άλλα στελέχη με κεντρώο πρόσημο αναβαθμίστηκαν (Βιβή Χαραλαμπογιάννη, Αλεξάνδρα Σδούκου κ.ά.) έως και προστέθηκαν στον στενό πυρήνα του Μαξίμου, όπως ο Θανάσης Κοντογεώργης.
Οι πλέον χαρακτηριστικές (νέες) περιπτώσεις συνέχισης των… συνθέσεων είναι ο Γιώργος Φλωρίδης και ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης. Τα εν λόγω στελέχη δίνουν άλλωστε το στοίχημα των «μεγάλων μεταρρυθμίσεων» στα κομβικά για την Ηρώδου Αττικού χαρτοφυλάκια της Δικαιοσύνης και της Υγείας αντίστοιχα.
Ταυτόχρονα, το μυαλό του Μητσοτάκη είναι στραμμένο στη γενιά των σαραντάρηδων, τόσο για την κυβέρνηση όπου υπάρχουν εκπρόσωποί της όσο και στο κόμμα με πιο χαρακτηριστική περίπτωση τον 35χρονο κυβερνητικό εκπρόσωπο της ΝΔ και γραμματέα της παράταξης Παύλο Μαρινάκη.
Ηταν μετά τη συντριπτική νίκη του Μαΐου όταν ο Μητσοτάκης περιέγραφε τον εαυτό του ως «κεντροδεξιό, προοδευτικό, φιλελεύθερο» πολιτικό και μιλούσε για πρόσωπα που κινούνταν εκτός των γαλάζιων τειχών και που ο ίδιος ενσωμάτωσε στη γαλάζια ομάδα. Ωστε να αποτελέσουν μέρος της «νέας ΝΔ».
Η ατζέντα.
Παράλληλα με τα πρόσωπα έρχεται η ατζέντα – εκ νέου οργανωμένη από τα «κεντρικά». Πρόκειται για πολιτικές επιλογές οι οποίες εκτείνονται σε ευρύ μέτωπο θεμάτων. «Τι σημαίνει δεξιά, κεντρώα, αριστερή πολιτική; Εμείς ακολουθούμε προοδευτική πολιτική» είναι η μόνιμη επωδός του Μητσοτάκη.
Περίπου το ίδιο επανέλαβε στα «εγκαίνια» της νέας τετραετίας κατά την ανάγνωση των προγραμματικών δηλώσεων με την αποστροφή του «δεν ξέρω αν είναι αριστερό ή δεξιό το gov.gr, ούτε πιστεύω ότι είναι συντηρητικές οι πολιτικές που αυξάνουν τις συντάξεις…».
Σύμφωνα με τη μητσοτακική γραμμή «προοδευτική» δύναμη είναι εκείνη που είναι «χρήσιμη» για λύσεις στα προβλήματα, που στηρίζει τους αδύναμους, που δίνει ίδιες ευκαιρίες. Με τη ματιά έμπειρου πολιτικού αναλυτή, ο Μητσοτάκης εμπεδώνει το νέο πολιτικό προφίλ της ΝΔ «ανοίγοντας στην κοινωνία τη βεντάλια της πολιτικής του»: μιλάει για επενδύσεις, ανάπτυξη, φοροαπαλλαγές αλλά φέρνει στην πρώτη γραμμή και «δώρα» και επιδόματα, ποντάρει στα εξοπλιστικά προγράμματα για την αμυντική θωράκιση της χώρας αλλά και ανοίγει ατζέντα «δικαιωμάτων» εντάσσοντας προσεκτικά στη στρατηγική του αιτήματα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, όσο κι αν αναγνωρίζει ότι η συγκεκριμένη θεματολογία απειλεί με… ταλαντώσεις στο δεξιότερο ακροατήριο. Ενδεικτική η πρόσφατη και μέσω ξένου πρακτορείου (Bloomberg) προσεκτική διατύπωση για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών.
Η ρητορική.
Σε μια άλλη συζήτησή του με τον δημοσιογράφο του Politico Φλόριαν Εντερ, τον Μάιο του 2021, ο Μητσοτάκης μιλούσε για την Κεντροδεξιά που «κατόρθωσε όχι μόνο να επιβιώσει, αλλά και να ενισχυθεί» στην Ελλάδα. Το πέτυχε, όπως εκτιμούσε τότε, γιατί η Κεντροδεξιά έγινε «λιγότερο ιδεολογική, πιο πρακτική, πιο προοδευτική και ικανή να κάνει το είδος της μεγάλης σύνθεσης και των αλλαγών που απαιτούνται σε ένα άρδην μεταβαλλόμενο τοπίο».
Είχε εντάξει στη στρατηγική του ήδη από την προεκλογική περίοδο για τις εκλογές του 2019 δίπολα όπως το «πρόοδος ή συντήρηση» και διλήμματα όπως «μπροστά ή πίσω», αφήνοντας στην άκρη κομματικές ταμπέλες. «Και παύοντας να ενδιαφέρεται για πιο περιορισμένα, δεδομένα κοινά», όπως υπογραμμίζει έμπειρος παρατηρητής.
Τέσσερα χρόνια μετά και με συνεχές το στοίχημα να κρατά στη σφαίρα επιρροής της ΝΔ ευρύτερα – και όχι τα «δεδομένα» – ακροατήρια φέρνει στο προσκήνιο τον «εκσυγχρονισμό» ως στίγμα της νέας περιόδου. Από τις λέξεις «σύγκριση» και «σταθερότητα» που σε μεγάλο βαθμό οδήγησαν την προηγούμενη τετραετία, ο Μητσοτάκης έχει περάσει στις λέξεις «ευρύχωρες συμμαχίες», «δικαιώματα στους μέχρι χθες αόρατους», «μεγάλα άλματα», διαβλέποντας ευκαιρία να σφραγίσει ως πρωθυπουργός την είσοδο του πολιτικού συστήματος και της χώρας σε νέα εποχή. Σε αυτή του «πολυδύναμου εκσυγχρονισμού».