Φαίνεται πως η φουστανέλα αποτέλεσε μια αλβανική φορεσιά που πέρασε στα ελληνικά εδάφη κάποια στιγμή κατά την οθωμανική περίοδο από την περιοχή της Toskeria. Είναι μια στολή κατάλληλη για ορεινό πόλεμο, γι’ αυτό και ήταν σε χρήση τόσο απ’ τους Βλάχους και Αρβανίτες όσο και, προγενέστερα, απ’ τους ακρίτες της βυζαντινής εποχής. Την άλειβαν μάλιστα και με χοιρινό λίπος, για να είναι αδιάβροχη. Ιδού η περιγραφή του Άγγλου συνταγματάρχη William Martin Leake, για την αυλή του Αλή Πασά, το 1805: «Όλα τα πρόσωπα και οι γιοι τού βεζύρη συνηθίζουν την αρβανίτικη φορεσιά: καμιζόλα με χρυσό γαϊτάνι και φουστανέλλα με δίπλες, που πέφτει πάνω στο μπενοβράκι, όπως ο χιτώνας των ρωμαϊκών αγαλμάτων. Όμορφη φορεσιά, όταν είναι καινούρια και καθαρή. Αλλά κι αυτοί ακόμα οι αφεντάδες δεν χαίρονται την πολυτέλεια να αλλάζουν φουστανέλα κάθε βδομάδα. Οι στρατιώτες την αφήνουν λερή, ώσπου να λειώσει επάνω τους. Κάπου-κάπου τη βγάζουν και την απλώνουν πάνω στη φωτιά έτσι που οι ψείρες, ζαλισμένες από τον καπνό, πέφτουν στις φλόγες».Με τους διάφορους αλβανικούς εποικισμούς στον ελλαδικό χώρο, η φουστανέλα καθιερώθηκε μεταξύ των ελληνόφωνων χριστιανικών πληθυσμών, ενώ το 17ο και 18ο αι. έγινε η κυρίαρχη ενδυμασία της Ρούμελης και του Μοριά, συμβολίζοντας σιγά-σιγά το έθνος, τους αγώνες, την αγνότητα, τη λεβεντιά. Τον Λόρδο Μπάιρον τον γοήτευε τόσο πολύ που γράφει ότι το ένδυμα αυτό είναι «το πιο υπέροχο στον κόσμο».Είναι φτιαγμένη από λευκό βαμβακερό ύφασμα 30 μ. κομμένο σε πολυάριθμα, ορθογώνια ανισοσκελή τρίγωνα ενωμένα λοξό με ίσιο, η υποτείνουσα δηλαδή του πρώτου ενώνεται με την κάθετη πλευρά του δεύτερου τριγώνου. Έτσι, δημιουργείται πλούσια σούρα που ξεκινά από το ζωνάκι της μέσης. Στο ζωνάκι περνιέται κορδόνι για να δημιουργηθεί το φρύλι, ένα είδος στενού και επιμήκους συμπαγούς κυλίνδρου που συγκρατεί τη φουστανέλα σταθερά στη μέση. Οριζόντια διατεταγμένα στο ζωνάκι, τρία λευκά κουμπιά που εφαρμόζουν σε ισάριθμες κουμπότρυπες, επιτελούν τον ίδιο σκοπό. Υπάρχει ο μύθος ότι ο αριθμός των πτυχώσεων της φουστανέλας είναι ίσος με τη διάρκεια της περιόδου της Τουρκοκρατίας, δηλαδή 400.Αρχικά φορέθηκε από τους αρματολούς, τους κλέφτες και τους αγωνιστές. Στη συνέχεια εξαπλώθηκε ως η επίσημη (γιορτινή) ενδυμασία όλων των αγροτικών και ποιμενικών πληθυσμών της χώρας. Καθιερώθηκε από τον Όθωνα ως αυλικό ένδυμα για την ανακτορική φρουρά, όταν επέλεξε να εμφανιστεί μ’ αυτό στις 6/2/ 1836, στην τρίτη επίσημη επέτειo τoυ ερχoμoύ τoυ στην Αθήνα, κατά τη θεμελίωση των ανακτόρων του Συντάγματος. Ένας ράφτης του Ναυπλίου μεταφέρθηκε με πολεμικό πλοίο στον Πειραιά, για να ντύσει ελληνοπρεπώς τον βασιλέα. Ο Όθων θα συνεχίσει να το φοράει ακόμα κι εξόριστος, ώς το θάνατό του 31 χρόνια αργότερα.Τω καιρώ εκείνω, η επιβολή της δυτικής ενδυμασίας ήταν μια από τις κυρίαρχες μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του εξευρωπαϊσμού, από τη Ρωσία και την Τουρκία ως την Ιαπωνία. Οι εθνικές στολές δεν είχαν πλέον θέση. Το ίδιο επιχείρησαν να κάνουν και οι Βαυαροί αντιβασιλείς που είχαν την επιτροπεία του Όθωνα, πιστεύοντας πως έτσι θα αποβαλλόταν η ανατολίτικη νοοτροπία. Ξεκίνησαν από τους αξιωματικούς τους οποίους έντυσαν στα «ψαλλιδοκέρια», όπως έλεγε ο λαός, ο οποίος είχε ενοχληθεί σφόδρα. Ο Όθων αγαπούσε τη νέα του πατρίδα. Ακολούθησε λοιπόν την παρότρυνση του φιλέλληνα πατέρα του, Λουδοβίκου Α΄, ώστε να γίνει δημοφιλής στους υπηκόους του. Εξάλλου, ενδιαφερόταν περισσότερο για τη Μεγάλη Ιδέα και το Βυζάντιο παρά για τον εκδυτικισμό της χώρας. Το 1860, ο αντιδυτικός Αχιλλέας Παράσχος γράφει τους στίχους: «Εγείρου ο διάδοχος τοσούτων ημιθέων! Σχίσε του Φράγκου την στολήν, υιέ της φουστανέλλας! Αρνήσου τον πολιτισμόν των πλάνων Ευρωπαίων Και γίνου πάλιν Λιακατάς και Δράκος και Τζαβέλλας»