Aνάλυση του Γιάννη Κουρή, Επιστημονικού Συνεργάτη ΕΝΑ & Συντονιστή του Κέντρου Πολιτικής Θεωρίας ΕΝΑ, Ειδικού Συμβούλου Ναυτιλιακών CleanTrade, για το Παρατηρητήριο Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΕΝΑ →
Ο πλανήτης βρίσκεται εν μέσω μιας ταχείας παγκόσμιας ενεργειακής κρίσης. Η υφιστάμενη κρίση θα μπορούσε να καταλήξει ως η χειρότερη ενεργειακή κρίση, από την πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του 1970. Οι τιμές του φυσικού αερίου στην Ασία και την Ευρώπη έχουν φτάσει σε επίπεδα-ρεκόρ.
Οι τιμές του πετρελαίου έχουν εκτοξευθεί, ως απόρροια των ελλείψεων στον εφοδιασμό φυσικού αερίου, φτάνοντας σε υψηλό τριετίας. Αυτές οι ελλείψεις έχουν ανεβάσει επίσης την τιμή του κάρβουνου στα ύψη. Αυτές οι δυσκολίες στην παροχή ρεύματος προκάλεσαν ήδη, ξαφνικά μπλακάουτ σε τρεις επαρχίες της Βορειοανατολικής Κίνας τον περασμένο μήνα.
Οι σταδιακές επιπτώσεις της κρίσης ήδη φαίνονται, με αρκετούς παρόχους στο Ηνωμένο Βασίλειο να κηρύσσουν πτώχευση. Συνεπώς, με τον χειμώνα στο Βόρειο Ημισφαίριο, εντείνονται οι ανησυχίες για τις επιπτώσεις της κρίσης.Οι αιτίες της ενεργειακής κρίσηςΈνας σπάνιος συνδυασμός γεγονότων δημιούργησε την «τέλεια καταιγίδα» για την παγκόσμια αγορά ενέργειας.
Δύο ήταν οι κύριοι παράγοντες που ενίσχυσαν την τρέχουσα ζήτηση στην ενέργεια. Πρώτον, η απελευθέρωση της συσσωρευμένης ζήτησης που συνόδευσε την πρόσφατη «επαναλειτουργία» της παγκόσμιας οικονομίας.
H πανδημία Covid-19 έθεσε σε παύση την παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα. Η οικονομική επιβράδυνση οδήγησε σε κατάρρευση της ζήτησης ενέργειας το 2020, με τις τιμές του πετρελαίου να καταγράφουν ιστορικό χαμηλό. Αυτή η τεχνητή μείωση της ζήτησης διορθώθηκε μόλις η οικονομία άρχισε να ανακάμπτει, με τις κεντρικές τράπεζες να εισαγάγουν πακέτα δημοσιονομικής τόνωσης σε όλο τον κόσμο.
Για παράδειγμα, η ασιατική ζήτηση για υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) αυξήθηκε σημαντικά το 2021 χάρη στην ισχυρή κινεζική ζήτηση, τροφοδοτώντας τον ανταγωνισμό με την Ευρώπη και οδηγώντας σε αυξήσεις των τιμών του φυσικού αερίου. Δεύτερον, ο προηγούμενος χειμώνας ήταν ασυνήθιστα κρύος. Το Βόρειο Ημισφαίριο βίωσε έναν «δεύτερο χειμώνα», εξαιτίας των θυελλωδών ανέμων στην Αρκτική και στο φαινόμενο Λα Νίνια, που διήρκεσε μέχρι το τέλος της περασμένης άνοιξης. Αυτός ο ασυνήθιστα κρύος καιρός αύξησε τη ζήτηση ενέργειας, οδηγώντας σε πρωτόγνωρα χαμηλά επίπεδα αποθηκευμένου φυσικού αερίου για αυτήν την εποχή του έτους.
Η πλευρά της προσφοράς επηρεάστηκε από τρεις βασικούς παράγοντες. Πρώτον η κατάρρευση της ζήτησης ενέργειας -που προκλήθηκε από την πανδημία- οδήγησε πολλές εταιρείες ενέργειας να μειώσουν την παραγωγή τους κατά τη διάρκεια του 2020. Η μείωση της παραγωγής προκάλεσε προβλήματα αποθήκευσης, συντήρησης και εφοδιαστικές ελλείψεις. Για παράδειγμα, η Νορβηγία παρείχε περιορισμένη παροχή φυσικού αερίου στην Ευρώπη εξαιτίας προβλημάτων συντήρησης. Δεύτερον, οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, όπως η αιολική και η υδροηλεκτρική, υπολειτουργούσαν.
Στην Ευρώπη σημειώθηκε σημαντική μείωση στην παραγωγή αιολικής ενέργειας εξαιτίας αυτού που ονομάστηκε «καλοκαίρι χωρίς ανέμους». Τέλος, οι βασικοί προμηθευτές ενέργειας, κυρίως η Ρωσία, δεν κάλυψαν τις ελλείψεις παροχής φυσικού αερίου στην αγορά. Αυτή η κίνηση μπορεί να αποδοθεί στην αυξημένη εγχώρια ζήτηση και στο γεγονός ότι η Μόσχα χρησιμοποιεί ως μοχλό στη στάση της για να επιταχύνει την έγκριση του αγωγού Nord Stream 2. Επιπλέον, το σχιστολιθικό πετρέλαιο των ΗΠΑ δεν ανέκαμψε τόσο γρήγορα όσο εκτίμησαν ορισμένοι αναλυτές.Ευρώπη και Ελλάδα: Παρελθόν, παρόν και μέλλον της ενεργειακής κρίσης
Αυτή η κρίση πρόκειται να επηρεάσει σοβαρά τόσο την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και την Ελλάδα, καθώς οι τιμές της ενέργειας εκτινάσσονται στα ύψη κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Ένα ερώτημα αποτελεί το εάν ΕΕ και Ελλάδα ήταν επαρκώς προετοιμασμένες για αυτήν την ενεργειακή κρίση. Και οι δύο εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το ρωσικό φυσικό αέριο. Αυτή η εξάρτηση οδήγησε αρκετούς αναλυτές να ισχυριστούν ότι η ΕΕ είναι εκτεθειμένη στρατηγικά. Παρά το ότι η Ευρώπη έλαβε διδάγματα από τα περιοδικά μπλακάουτ φυσικού αερίου το 2009, εφαρμόζοντας ρυθμίσεις που καθιστούν απίθανα παρόμοια μπλακάουτ, εξακολουθεί να είναι σημαντικά εκτεθειμένη στην αστάθεια των τιμών του φυσικού αερίου.
Η έλλειψη μιας ολοκληρωμένης πολιτικής ενεργειακής ασφάλειας της ΕΕ που θα περιλάμβανε αποθέματα φυσικού αερίου και ένα σχέδιο για σταδιακή απομάκρυνση από το ρωσικό αέριο εξέθεσε την Ένωση. Η Ελλάδα, ως κράτος-μέλος με σχετικά χαμηλό μερίδιο εγχώριων ΑΠΕ (18% το 2019), είναι επίσης έντονα ευάλωτη σε αυτή την ενεργειακή κρίση.Η ΕΕ είναι διχασμένη σχετικά με τη βραχυπρόθεσμη απάντηση στην κρίση. Μία ομάδα χωρών υποστηρίζει ότι αυτή η κρίση είναι παροδική και μπορεί να περιοριστεί μέσω της εργαλειοθήκης των μέτρων που ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία περιλαμβάνει άμεση εισοδηματική στήριξη, κρατική στήριξη και μειώσεις φόρων. Η Ελλάδα συμμετέχει σε ένα άλλο μπλοκ χωρών που προτείνει πιο φιλόδοξα μέτρα, όπως ένα στρατηγικό απόθεμα αερίου και μία «αποσύνδεση» των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας. Οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ σήμερα υπολογίζονται με οριακή τιμολόγηση, επομένως συσχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με την τιμή του φυσικού αερίου. Η Ισπανία πρότεινε να υπολογιστεί μία μέση τιμή όλων των ενεργειακών πηγών που χρησιμοποιούνται στο ενεργειακό μείγμα μίας χώρας ώστε να μειωθούν οι τιμές στην ηλεκτρική ενέργεια και να χρησιμοποιηθούν τα κεφάλαια αυτά για την ενεργειακή μετάβαση.Μακροπρόθεσμα, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει δεσμευθεί για τη μετάβαση στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας.
Ωστόσο, το φυσικό αέριο είναι πιθανό να παραμείνει στο ενεργειακό μείγμα ως μεταβατικό καύσιμο. Η κρίση αύξησε την κατανάλωση ορυκτών καυσίμων, θέτοντας σε κίνδυνο τους ενεργειακούς στόχους του 2030 και του 2050. Ακροδεξιές κυβερνήσεις ήδη είναι ενάντιες σε μια γρήγορη ενεργειακή μετάβαση λόγω του αυξημένου κόστους. Δεν πρόκειται να υπάρξουν εύκολες λύσεις σε αυτή την κρίση. ΕΕ και Ελλάδα θα πρέπει να επιδείξουν πολιτική βούληση και να διαμορφώσουν μία ενεργειακή ατζέντα που θα ενισχύσει την αγορά ενέργειας και ταυτόχρονα θα διασφαλίσει τη μετάβαση στις ΑΠΕ.Το μέλλον της αγοράς ενέργειαςΟι αναλυτές είναι διχασμένοι για το εάν αυτή πρόκειται να είναι μία επαναλαμβανόμενη κρίση. Μία θέση εκτιμά ότι η ζήτηση φυσικού αερίου θα ξεπεράσει την προσφορά και στο μέλλον, αναπαράγοντας τις συνθήκες της τρέχουσας κρίσης. Σύμφωνα με αυτή την οπτική, η ζήτηση φυσικού αερίου θα συνεχίσει να αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς καθώς μεταβαίνουμε στην ανανεώσιμη ενέργεια.
Το φυσικό αέριο είναι λιγότερο ρυπογόνο από τα άλλα ορυκτά καύσιμα και είναι πιθανό να χρησιμοποιηθεί ως μεταβατικό καύσιμο. Η παροχή φυσικού αερίου δεν θα αυξηθεί εξίσου γρήγορα καθώς οι μακροπρόθεσμες επενδυτικές προοπτικές για αέριο είναι αβέβαιες. Αυτή η ανισορροπία της αγοράς θα δημιουργήσει μία ενισχυμένη αγορά φυσικού αερίου που με τη σειρά της θα προκαλέσει εκ νέου την τρέχουσα ενεργειακή κρίση. Η άλλη θέση υποστηρίζει ότι η κρίση βασίζεται σε ιδιαίτερες συνθήκες και δεν θα επαναληφθεί. Αυτή η οπτική εκτιμά ότι η παροχή φυσικού αερίου θα αυξηθεί με το άνοιγμα περισσότερων τερματικών σταθμών LNG, η υπολειτουργία της ανανεώσιμης ενέργειας δεν θα συνεχιστεί και οι καιρικές συνθήκες θα είναι πιο ευνοϊκές τα επόμενα χρόνια. * Η ανάλυση δημοσιεύθηκε πρωτότυπα στα αγγλικά στο περιοδικό Greek Business File (τεύχος #134, Νοεμβριος – Δεκέμβριος 2021)