Στην Ετήσια Έκθεση του Διοικητή για το έτος 2021, η σύμπραξη του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα και η παροχή φορολογικών κινήτρων στους πολίτες για ασφάλιση αναφέρονται ως κατάλληλα εργαλεία για την επαρκή προστασία τους από τις φυσικές καταστροφές. Στην Έκθεση αναφέρεται σχετικά: Οι ασφαλιστικές εταιρείες αναλαμβάνουν, έναντι ασφαλίστρου, την κάλυψη ασφαλιστικών κινδύνων.
Στο βαθμό που η Ελλάδα είναι μια από τις πιο σεισμογενείς περιοχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι καταστροφές από φυσικά φαινόμενα είναι αρκετά συχνές, η ασφάλιση κινδύνων όπως σεισμός, πυρκαγιά, χαλάζι, πλημμύρα, κατολίσθηση κ.λπ. αποτελεί τον πυρήνα της ασφαλιστικής δραστηριότητας. Περαιτέρω δε, η κλιματική αλλαγή δεν εκθέτει τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις σε νέους, άγνωστους τύπους κινδύνου, καθώς αυτό που κυρίως αλλάζει είναι η συχνότητα και η σοβαρότητα των πιθανών ζημιών.
Το οικονομικό κόστος των φυσικών καταστροφών στην Ελλάδα είναι αρκετά υψηλό. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι για το 1999, το έτος με το υψηλότερο μέχρι σήμερα κόστος από φυσικές καταστροφές, κυρίως λόγω σεισμού, υπερέβη τα 4 δισεκ. ευρώ, ανερχόμενο σε περίπου 3% του συνολικού ΑΕΠ της Ελλάδος. Δεύτερο έτος από άποψη οικονομικού κόστους από φυσικές καταστροφές ήταν το 2007, κατά το οποίο το σχετικό κόστος υπερέβη τα 1,7 δισεκ. ευρώ, κυρίως λόγω πυρκαγιών, και τρίτο το 1990, με το οικονομικό κόστος των φυσικών καταστροφών, κυρίως λόγω ξηρασίας, να υπερβαίνει το 1 δισεκ. ευρώ.
1 Αξιοσημείωτο είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος των ως άνω οικονομικών ζημιών ήταν ανασφάλιστο και οι πληγέντες αποζημιώθηκαν κυρίως από κονδύλια του κρατικού προϋπολογισμού. Για την περίοδο 1980-2018, σύμφωνα με εκτιμήσεις,
2 οι αποζημιώσεις που κατέβαλαν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις για σεισμούς, πλημμύρες και θύελλες κάλυψαν μόνο το 2% των συνολικών ζημιών. Καθώς οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης στην Ελλάδα συνδέονται άμεσα με την αύξηση της συχνότητας πυρκαγιών και πλημμυρών (χωρίς ωστόσο να αναμένεται, τουλάχιστον εξ αυτού του λόγου, ανάλογη επίπτωση στην εμφάνιση σεισμών), γίνεται αντιληπτό ότι το δημοσιονομικό κόστος θα αυξάνεται λόγω του μειωμένου ρόλου των ιδιωτικών ασφαλιστικών επιχειρήσεων στην κάλυψη ζημιών από φυσικές καταστροφές.
Κατά συνέπεια, και δεδομένου ότι το κράτος πρέπει να μεριμνά για την προστασία του συνόλου των πολιτών του, θα πρέπει μεν η στήριξη προς τους πληγέντες να είναι επαρκώς διευρυμένη και να μη βασίζεται στις εκάστοτε οικονομικές συνθήκες, δεν θα πρέπει όμως να επιβαρύνονται συστηματικά οι φορολογούμενοι.
Ένας από τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους για να επιτευχθεί αυτό είναι η ενίσχυση του θεσμού της ιδιωτικής ασφάλισης στην παροχή προστασίας έναντι αυτών των κινδύνων. Αυτό μπορεί να υλοποιηθεί με την παροχή φορολογικών κινήτρων στους Έλληνες πολίτες για να ασφαλιστούν, αλλά και μέσω της σύμπραξης του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, μιας πολιτικής που εφαρμόζεται ήδη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η εμπειρία σε ευρωπαϊκό επίπεδο έχει δείξει ότι ο σχεδιασμός τέτοιων εργαλείων, όπως η σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για τα θέματα φυσικών καταστροφών, βασίζεται σε αρχές που θα πρέπει να καθοριστούν εξ αρχής και οι οποίες περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα:
1. Οι αποφάσεις λαμβάνονται και οι δράσεις συντονίζονται μέσω ενός κοινού κεντρικού μηχανισμού στον οποίο συμμετέχουν κρατικοί φορείς και ιδιωτικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις.
2. Προβλέπεται η όσο το δυνατόν περισσότερο διευρυμένη συμμετοχή φυσικών και νομικών προσώπων, που θα είναι οι αποδέκτες των παρεχόμενων υπηρεσιών.
3. Η ευθύνη, αλλά και το συνολικό κόστος των αποζημιώσεων επιμερίζονται με τρόπο διαφανή μεταξύ του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, ώστε να αποφεύγονται κενά, αλλά και επικαλύψεις αποζημιώσεων.
4. Τα εργαλεία περιλαμβάνουν στο σχεδιασμό τους την εφαρμογή αποτελεσματικών μέτρων πρόληψης των εν λόγω κινδύνων και προσαρμογής στις επιπτώσεις τους. Τέλος, στην Έκθεση τονίζεται ότι μόνο μέσω ουσιαστικού διαλόγου μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων φορέων, δημόσιων και ιδιωτικών, μπορεί να σχεδιαστεί μια βιώσιμη και αποτελεσματική σε μακροχρόνιο ορίζοντα λύση, η οποία θα παρέχει επαρκή προστασία στους Έλληνες πολίτες από τις φυσικές καταστροφές και από τους κινδύνους που απορρέουν από την κλιματική κρίση.
Η ελληνική ασφαλιστική αγορά το 2021 Η Έκθεση αναφέρεται στις σημαντικές αλλαγές που συντελέστηκαν στην ελληνική ασφαλιστική αγορά το 2021 και αφορούν την περαιτέρω συγκέντρωση του κλάδου μέσω εξαγορών και συγχωνεύσεων, την αύξηση των πωλήσεων ασφαλιστικών επενδυτικών προϊόντων, τον επενδυτικό κίνδυνο των οποίων φέρουν οι ασφαλισμένοι, και τη μείωση, λόγω χαμηλών επιτοκίων, της διάθεσης ασφαλιστικών προϊόντων που ενσωματώνουν ρήτρες συμμετοχής στα κέρδη.
Επίσης επισημαίνεται ότι σε γενικές γραμμές, οι ελληνικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις αντιμετώπισαν αποτελεσματικά τις επιπτώσεις της πανδημίας. Στο εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου του 2021 κατέγραψαν αύξηση της παραγωγής ασφαλίστρων στις ασφαλίσεις ζωής και σε μικρότερο βαθμό ασφαλίστρων κατά ζημιών, συγκριτικά με την αντίστοιχη περίοδο του 2020.
Το ενδιαφέρον τους τώρα στρέφεται στην ανάληψη των απαραίτητων πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση των κινδύνων της κλιματικής κρίσης και την προσαρμογή στις νέες τεχνολογικές εξελίξεις. Σε ό,τι αφορά το θεσμικό πλαίσιο, εισημαίνεται ότι αναλήφθηκαν ενέργειες ως προς:
(α) την αναθεώρηση των ελάχιστων ποσών ασφαλιστικής κάλυψης της υποχρεωτικής ασφάλισης αστικής ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων και
(β) τη θέσπιση πλαισίου οδηγιών της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (EIOPA) αναφορικά με την ασφάλεια των πληροφοριακών συστημάτων με σκοπό τη διαχείριση των κινδύνων που συνδέονται με αυτά.
Η ελληνική ασφαλιστική αγορά χαρακτηρίζεται από σημαντική συγκέντρωση, ιδιαίτερα στις επιχειρήσεις που ασκούν ταυτοχρόνως ασφαλίσεις ζωής και κατά ζημιών, καθώς οι 5 μεγαλύτερες εξ αυτών κατέχουν το 81% της σχετικής αγοράς, σε όρους τεχνικών προβλέψεων. Τόσο το σύνολο ενεργητικού όσο και οι συνολικές υποχρεώσεις των ασφαλιστικών επιχειρήσεων αυξήθηκαν, ενώ τα ίδια κεφάλαια διατηρήθηκαν στα ίδια επίπεδα. Ένα πολύ σημαντικό τμήμα των υποχρεώσεων αφορά ασφαλίσεις ζωής.
Όσον αφορά την ποιότητα των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων, αυτά ταξινομούνται στην υψηλότερη κατηγορία ποιότητας (Κατηγορία 1) σε ποσοστό 93% και όλες οι εποπτευόμενες ασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν δείκτη κάλυψης κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας σε επίπεδα υψηλότερα του 100%.