Το τεράστιο χρέος παραμένει το βασικό τροχοπέδη για την ανάκαμψη της Ελλάδος

Μπορεί η Ελλάδα να έχει μπει στην τελική ευθεία για να εξέλθει τον Αύγουστο από το καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας, αλλά αυτό έγινε με την ανάληψη εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης νέων δημοσιονομικών δεσμεύσεων, πιο αυστηρών από εκείνους που είχαν συμφωνηθεί στο Eurogroup του Ιουλίου 2018.

Αυτό δεν έγινε τυχαία. Η Ελλάδα διαθέτει με διαφορά το υψηλότερο δημόσιο χρέος στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, στο πρώτο τρίμηνο του 2022 το ελληνικό χρέος διαμορφώθηκε στο 189,3% του ΑΕΠ. Και αυτό παρά το ότι το ελληνικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκε κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το τέταρτο τρίμηνο του 2021.

Κια οι Ευρωπαίοι δεν αφήνουν στον αυτόματο το θέμα του ελληνικού χρέους. Σύμφωνα με το τελευταίο ανακοινωθέν του Eurogroup για την Ελλάδα, «η παρατεταμένη αβεβαιότητα που σχετίζεται με την πανδημία, καθώς και η παγκόσμια αστάθεια που δημιουργήθηκε από τον πόλεμο στην Ουκρανία υπογραμμίζουν την ανάγκη να συνεχιστεί η αποφασιστική αντιμετώπιση των υφιστάμενων μεσοπρόθεσμων κινδύνων και προκλήσεων που προσδιορίζονται στη 14η έκθεση ενισχυμένης εποπτείας, συμπεριλαμβανομένου του δημόσιου χρέους, των μη εξυπηρετούμενων δανείων, των εξωτερικών ανισορροπιών, της ανεργίας και της ενίσχυσης της αναπτυξιακής δυναμικής. Ως εκ τούτου, χαιρετίζουμε τη δέσμευση των ελληνικών αρχών να συνεχίσουν τη διαδικασία μεταρρυθμίσεων και να ολοκληρώσουν τα εκκρεμή στοιχεία».

Αυτή η αναφορά δεν είναι τυχαία. Από τη 14η έκθεση ενισχυμένης εποπτείας που ενέκρινετο Eurogroup προκύπτει πως η Ελλάδα και η Κομισιόν αναθεώρησαν από κοινού τη συμφωνία του Eurogroup του Ιουλίου 2018, η οποία προέβλεπε πως η Ελλάδα θα πρέπει να πετύχει κατά μέσο όρο πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 2,2% του ΑΕΠ έως το 2060, ώστε το χρέος της να παραμείνει σε βιώσιμη τροχιά. Ο ήδη φιλόδοξος αυτός στόχος, που από κάποιους είχε χαρακτηριστεί τότε ως «δημοσιονομικός ζουρλομανδύας», αναθεωρήθηκε σήμερα στο 2,6% του ΑΕΠ, δηλαδή κατά 0,4% υψηλότερα. Αυτό σε βάθος 37 ετών αυξάνει τη δημοσιονομική προσπάθεια – προσαρμογή κατά 30 δισ. ευρώ σε τρέχουσες αξίες!

Γιατί έγινε αυτό; Προκειμένου να μπορεί να θεωρηθεί βιώσιμο το χρέος. Εάν διατηρούνταν οι παλιές παραδοχές (2,2%) τότε η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους δεν θα έβγαινε, τουλάχιστον με τις νέες παραδοχές για την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό. Τα στοιχεία της 14ης έκθεση ενισχυμένης εποπτείας που περιγράφουν την αλλαγή μεθοδολογίας δεν επιδέχονται αμφισβήτησης.