Στα 4 δισ. ευρώ υπολογίζεται το κόστος επιδότησης των νοικοκυριών προκειμένου να συγκρατηθεί η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας μέχρι το τέλος του χρόνου στα προ κρίσης επίπεδα. Μετά την σαφή δέσμευση του πρωθυπουργού το Σαββατοκύριακο για τη στήριξη των νοικοκυριών, το ερώτημα πλέον είναι το ποιος θα πληρώσει τον «λογαριασμό».
Επί της ουσίας, το ελληνικό σχέδιο δεν μιλά για «πλαφόν» αλλά για επιδότηση της αγοράς ώστε το τελικό κόστος της μεγαβατώρας (και της ρήτρας αναπροσαρμογής) να συγκρατείται σε όσο το δυνατόν χαμηλότερα επίπεδα). Η διαφορά του σχεδίου που προετοιμάζεται με το καθεστώς επιδοτήσεων που υπάρχει σήμερα είναι ότι δεν θα υπάρχει ανώτατο όριο επιδότησης με βάση την κατανάλωση καθώς η επιδότηση θα δίδεται στην «πηγή» με στόχο να συγκρατηθεί η ρήτρα αναπροσαρμογής (σ.σ πρακτικά επιδιώκεται να ενισχύονται οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας με φυσικό αέριο καθώς αυτοί είναι που ανεβάζουν στην παρούσα φάση το τελικό κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας). Και αυτό για να προστατευτούν τα νοικοκυριά που θα χρειαστεί να αυξήσουν τις καταναλώσεις για να αντεπεξέλθουν στα κύματα καύσωνα του καλοκαιριού.
Υπάρχει πλήρης επίγνωση στην κυβέρνηση ότι το δίμηνο Ιουλίου-Αυγούστου, φέρνει κάθε χρόνο τις μεγαλύτερες καταναλώσεις ηλεκτρικής ενέργειας. Και στους συγκεκριμένους, μήνες, το πλαφόν των 300 Kwh ανά μήνα δεν επαρκεί. Αφού λοιπόν έχει προσδιοριστεί σε γενικές γραμμές το δημοσιονομικό κόστος, μένει να φανεί –και αυτό θα ξεκαθαρίσει τον Μάιο- το ποιος θα πληρώσει τον λογαριασμό. Είναι σαφές καταρχήν ότι θα αξιοποιηθούν οι πόροι του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης. Η διατήρηση των τιμών ενέργειας σε πολύ υψηλά επίπεδα, εκτιμάται ότι θα αυξήσει τα έσοδα του Ταμείου ακόμη και στα 3-3,5 δις. ευρώ μέχρι το τέλος του έτους. Επίσης, υπάρχει το «μαξιλάρι» των 900 εκατ. ευρώ στον κρατικό προϋπολογισμό το οποίο σχηματίστηκε μετά την κατάθεση του συμπληρωματικού προϋπολογισμού. Αυτά τα ποσά έχουν ήδη ενσωματωθεί στους υπολογισμούς και δεν επηρεάζουν το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού.
Με αυτούς τους πόρους του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης, η χρονιά κλείνει με πρωτογενές έλλειμμα κοντά στο 2%. Αν χρειαστούν περισσότεροι πόροι, τότε θα πρέπει να αυξηθεί περισσότερο και το έλλειμμα και το χρέος. Για να αποφευχθεί αύξηση του πρωτογενούς ελλείμματος πάνω από του 2% του ΑΕΠ θα επιδιωχθεί η περίφημη «ευρωπαϊκή λύση». Εκεί ουσιαστικά η συζήτηση αφορά στα αδιάθετα 230 δις. ευρώ του Next Generation Eu.
Αν αποφασιστεί η αναδιανομή τους, η Ελλάδα θα έχει να λαμβάνει περίπου 4 δις. ευρώ. Το θέμα είναι με ποια μορφή θα τα λάβει. Αν τα πάρει υπό μορφή δανείων, τότε θα μιλάμε για αμοιβαιοποίηση κόστους χρέους. Η Ελλάδα θα πάρει ένα δάνειο 4 δις. ευρώ το κόστος του οποίου θα είναι πολύ χαμηλότερο από να διασφαλιζόταν το ίδιο ποσό με έκδοση ομολόγων. Αν αυτά τα δύο δις. ευρώ δοθούν υπό μορφή επιδότησης, (κάτι που έχει λιγότερες πιθανότητες αλλά όχι μηδενικές) τότε θα μιλάμε για ένα «δώρο» της ΕΕ το οποίο δεν θα φανεί ούτε στο χρέος ούτε στο πρωτογενές έλλειμμα.